συγκαταθέτω: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=Ν<br />[[καταθέτω]] [[μαζί]] ή ταυτοχρόνως με κάποιον.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Ν<br />[[καταθέτω]] [[μαζί]] ή ταυτοχρόνως με κάποιον.
|mltxt=Ν<br />[[καταθέτω]] [[μαζί]] ή ταυτοχρόνως με κάποιον.
}}
}}

Latest revision as of 19:30, 27 September 2022

Greek Monolingual

Ν
καταθέτω μαζί ή ταυτοχρόνως με κάποιον.