συγκάτοικος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκάτοικος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[ὁμοῦ]] κατοικῶν, Θεοδ. Προδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα σ. 41.
|lstext='''συγκάτοικος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[ὁμοῦ]] κατοικῶν, Θεοδ. Προδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα σ. 41.
}}
{{grml
|mltxt=ο, η / [[συγκάτοικος]], -ον ΝΜΑ [[κάτοικος]]<br />αυτός που κατοικεί [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η / [[συγκάτοικος]], -ον ΝΜΑ [[κάτοικος]]<br />αυτός που κατοικεί [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους.
|mltxt=ο, η / [[συγκάτοικος]], -ον ΝΜΑ [[κάτοικος]]<br />αυτός που κατοικεί [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους.
}}
}}

Latest revision as of 19:30, 27 September 2022

Greek (Liddell-Scott)

συγκάτοικος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ὁμοῦ κατοικῶν, Θεοδ. Προδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα σ. 41.

Greek Monolingual

ο, η / συγκάτοικος, -ον ΝΜΑ κάτοικος
αυτός που κατοικεί μαζί με άλλον ή με άλλους.