τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved
συγκάτοικος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ὁμοῦ κατοικῶν, Θεοδ. Προδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα σ. 41.
ο, η / συγκάτοικος, -ον ΝΜΑ κάτοικοςαυτός που κατοικεί μαζί με άλλον ή με άλλους.