συγχαρίκια: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγχαρίκια''': ἢ συγχαρίκεια, ὡς καὶ νῦν, δῶρα συγχαρητικά, «ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰνδῶν πέμπει [[συγχαρίκια]] τῷ Ἡρακλείῳ ἐν τῇ Περσῶν νίκῃ, μαργαρίτας καὶ λίθους τιμίους ἱκανοὺς» Θεοφάν. 514, 17.
|lstext='''συγχαρίκια''': ἢ συγχαρίκεια, ὡς καὶ νῦν, δῶρα συγχαρητικά, «ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰνδῶν πέμπει [[συγχαρίκια]] τῷ Ἡρακλείῳ ἐν τῇ Περσῶν νίκῃ, μαργαρίτας καὶ λίθους τιμίους ἱκανοὺς» Θεοφάν. 514, 17.
}}
{{grml
|mltxt=ή συγχαρίκεια, τὰ, Μ<br /><b>βλ.</b> [[συχαρίκια]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ή συγχαρίκεια, τὰ, Μ<br /><b>βλ.</b> [[συχαρίκια]].
|mltxt=ή συγχαρίκεια, τὰ, Μ<br /><b>βλ.</b> [[συχαρίκια]].
}}
}}

Latest revision as of 19:35, 27 September 2022

Greek (Liddell-Scott)

συγχαρίκια: ἢ συγχαρίκεια, ὡς καὶ νῦν, δῶρα συγχαρητικά, «ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰνδῶν πέμπει συγχαρίκια τῷ Ἡρακλείῳ ἐν τῇ Περσῶν νίκῃ, μαργαρίτας καὶ λίθους τιμίους ἱκανοὺς» Θεοφάν. 514, 17.

Greek Monolingual

ή συγχαρίκεια, τὰ, Μ
βλ. συχαρίκια.