συχαρίκια
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
Greek Monolingual
τα / συγχαρίκια, ΝΜ, και συγχαρίκεια Μ
1. δώρο σε αυτόν που φέρνει ευχάριστα νέα
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) ευχάριστα νέα, ευχάριστες ειδήσεις
2. συγχαρητήρια
3. φρ. «πάρ' τη σκούφια μου συχαρίκια» ή «βγάλε το σκουλαρίκι σου και δώσ' το για τα συχαρίκια»
ειρων. λέγεται για ασήμαντη ή εντελώς αδιάφορη είδηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του μσν. συχαρίκιν < θ. συγχαρ- του συγχαίρω (πρβλ. υποτ. αορ. του συγχαρώ) + υποκορ. κατάλ. -ίκι(ο)ν].