συγχαρίκια

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369

Greek (Liddell-Scott)

συγχαρίκια: ἢ συγχαρίκεια, ὡς καὶ νῦν, δῶρα συγχαρητικά, «ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰνδῶν πέμπει συγχαρίκια τῷ Ἡρακλείῳ ἐν τῇ Περσῶν νίκῃ, μαργαρίτας καὶ λίθους τιμίους ἱκανοὺς» Θεοφάν. 514, 17.

Greek Monolingual

ή συγχαρίκεια, τὰ, Μ
βλ. συχαρίκια.