συγχωρητήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγχώρηση]] ή αυτός με τον οποίο παρέχεται [[συγχώρηση]], [[συγχωρητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συγχωρητήριο</i><br />η από την εκκλησιαστική [[αρχή]] παρεχόμενη έγγραφη [[άφεση]] αμαρτιών, συγχωροχάρτι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγχωρώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>απολυ</i>-<i>τήριος</i>)].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγχώρηση]] ή αυτός με τον οποίο παρέχεται [[συγχώρηση]], [[συγχωρητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συγχωρητήριο</i><br />η από την εκκλησιαστική [[αρχή]] παρεχόμενη έγγραφη [[άφεση]] αμαρτιών, συγχωροχάρτι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγχωρώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>απολυ</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγχώρηση]] ή αυτός με τον οποίο παρέχεται [[συγχώρηση]], [[συγχωρητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συγχωρητήριο</i><br />η από την εκκλησιαστική [[αρχή]] παρεχόμενη έγγραφη [[άφεση]] αμαρτιών, συγχωροχάρτι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγχωρώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>απολυ</i>-<i>τήριος</i>)].
}}
}}

Revision as of 19:37, 27 September 2022

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγχώρηση ή αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγχωρητικός
2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητήριο
η από την εκκλησιαστική αρχή παρεχόμενη έγγραφη άφεση αμαρτιών, συγχωροχάρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγχωρώ + κατάλ. -τήριος (πρβλ. απολυ-τήριος)].