άφεση

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

η (AM ἄφεσις) αφίημι
1. (για πρόσωπα) απόλυση, απελευθέρωση
2. συγχώρηση, χάρη
αρχ.
Ι. 1. απαλλαγή από υποχρέωση ή συμβόλαιο
2. αθώωση
3. άδεια απουσίας ή εξόδου, απαλλαγή από στρατιωτική υπηρεσία
4. παραγραφή χρέους
5. διάζευξη, διαζύγιο
6. χαλάρωση, (σωματική) εξάντληση
7. το ξεκίνημα, η εκκίνηση των αλόγων σε αγώνα
8. συνεκδ. το σημείο εκκίνησης, αφετηρία βαλβίδα
9. εκπομπή, εκροή, εκτίναξη ενός αντικειμένου ή νερού
10. (για ζώα) γέννηση
11. παύση, αποπομπή
12. αφεσμός, νέο σμήνος μελισσών
Μ. φρ.
1. «ἀφέσεις θαλάσσης» — κανάλια, διώρυγες
2. «ὁ ἐνιαυτὸς τῆς ἀφέσεως» — το ιωβηλαίο.