συνεξιώμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-άομαι, Α<br />[[θεραπεύω]] εντελώς [[κάτι]] από κοινού με κάποιον ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐξιῶμαι</i> «[[θεραπεύω]] εντελώς»].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άομαι, Α<br />[[θεραπεύω]] εντελώς [[κάτι]] από κοινού με κάποιον ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐξιῶμαι</i> «[[θεραπεύω]] εντελώς»].
|mltxt=-άομαι, Α<br />[[θεραπεύω]] εντελώς [[κάτι]] από κοινού με κάποιον ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐξιῶμαι</i> «[[θεραπεύω]] εντελώς»].
}}
}}

Latest revision as of 20:10, 27 September 2022

Greek Monolingual

-άομαι, Α
θεραπεύω εντελώς κάτι από κοινού με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιῶμαι «θεραπεύω εντελώς»].