διοιστρέω: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dioistre/w
|Beta Code=dioistre/w
|Definition=strengthened for [[οἰστρέω]], <span class="bibl">D.S.4.12</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>1.33</span> (Pass.).
|Definition=strengthened for [[οἰστρέω]], <span class="bibl">D.S.4.12</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>1.33</span> (Pass.).
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[recorrer excitadamente]], [[saltar por]] θύννοι διοιστρήσοντι Γαδείρων δρόμον Theodorid.<i>SHell</i>.744 (cj., v. ap. crít.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[excitar]] en v. pas. τῆς εὐωδίας ... τοῦ οἴνου προσπεσούσης τοῖς ... Κενταύροις συνέβη διοιστρηθῆναι τούτους D.S.4.12, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.33, ὑπὸ φθόνου καὶ λύσσης Eun.<i>Hist</i>.20.5.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διοιστρέω''': ἐπιτεταμ. οἰστρέω, Διόδ. 4. 12, Φιλόστρ. 42, ἐν τῷ παθ.
|lstext='''διοιστρέω''': ἐπιτεταμ. οἰστρέω, Διόδ. 4. 12, Φιλόστρ. 42, ἐν τῷ παθ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[recorrer excitadamente]], [[saltar por]] θύννοι διοιστρήσοντι Γαδείρων δρόμον Theodorid.<i>SHell</i>.744 (cj., v. ap. crít.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[excitar]] en v. pas. τῆς εὐωδίας ... τοῦ οἴνου προσπεσούσης τοῖς ... Κενταύροις συνέβη διοιστρηθῆναι τούτους D.S.4.12, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.33, ὑπὸ φθόνου καὶ λύσσης Eun.<i>Hist</i>.20.5.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διοιστρέω:''' [[сильно раздражать]], [[возбуждать]] (διὰ τὴν δύναμιν τοῦ οἴνου διοιστρηθῆναι Diod.).
|elrutext='''διοιστρέω:''' [[сильно раздражать]], [[возбуждать]] (διὰ τὴν δύναμιν τοῦ οἴνου διοιστρηθῆναι Diod.).
}}
}}

Revision as of 11:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοιστρέω Medium diacritics: διοιστρέω Low diacritics: διοιστρέω Capitals: ΔΙΟΙΣΤΡΕΩ
Transliteration A: dioistréō Transliteration B: dioistreō Transliteration C: dioistreo Beta Code: dioistre/w

English (LSJ)

strengthened for οἰστρέω, D.S.4.12, Philostr.VA1.33 (Pass.).

Spanish (DGE)

1 recorrer excitadamente, saltar por θύννοι διοιστρήσοντι Γαδείρων δρόμον Theodorid.SHell.744 (cj., v. ap. crít.).
2 fig. excitar en v. pas. τῆς εὐωδίας ... τοῦ οἴνου προσπεσούσης τοῖς ... Κενταύροις συνέβη διοιστρηθῆναι τούτους D.S.4.12, cf. Philostr.VA 1.33, ὑπὸ φθόνου καὶ λύσσης Eun.Hist.20.5.

Greek (Liddell-Scott)

διοιστρέω: ἐπιτεταμ. οἰστρέω, Διόδ. 4. 12, Φιλόστρ. 42, ἐν τῷ παθ.

Russian (Dvoretsky)

διοιστρέω: сильно раздражать, возбуждать (διὰ τὴν δύναμιν τοῦ οἴνου διοιστρηθῆναι Diod.).