ἐλεγκτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)legkto/s
|Beta Code=e)legkto/s
|Definition=ή, όν, [[fit to be refuted or worthy of reproof]], Hsch.
|Definition=ή, όν, [[fit to be refuted or worthy of reproof]], Hsch.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[censurable]], [[reprobable]], Hsch.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλεγκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ [[ἐλέγχω]], ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ.
|lstext='''ἐλεγκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ [[ἐλέγχω]], ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[censurable]], [[reprobable]], Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλεγκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός ο [[οποίος]] μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλεγκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός ο [[οποίος]] μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί.
}}
}}

Revision as of 15:39, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεγκτός Medium diacritics: ἐλεγκτός Low diacritics: ελεγκτός Capitals: ΕΛΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: elenktós Transliteration B: elenktos Transliteration C: elegktos Beta Code: e)legkto/s

English (LSJ)

ή, όν, fit to be refuted or worthy of reproof, Hsch.

Spanish (DGE)

-ή, -όν censurable, reprobable, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεγκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ ἐλέγχω, ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐλεγκτός, -ή, -όν)
αυτός ο οποίος μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί.