ἐλεγκτός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)legkto/s | |Beta Code=e)legkto/s | ||
|Definition=ή, όν, [[fit to be refuted or worthy of reproof]], Hsch. | |Definition=ή, όν, [[fit to be refuted or worthy of reproof]], Hsch. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν [[censurable]], [[reprobable]], Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλεγκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ [[ἐλέγχω]], ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ. | |lstext='''ἐλεγκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ [[ἐλέγχω]], ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλεγκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός ο [[οποίος]] μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλεγκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός ο [[οποίος]] μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:39, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, fit to be refuted or worthy of reproof, Hsch.
Spanish (DGE)
-ή, -όν censurable, reprobable, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ ἐλέγχω, ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐλεγκτός, -ή, -όν)
αυτός ο οποίος μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί.