θιγγάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1211.png Seite 1211]] fut. θίξω, gew. θίξομαι, wie Eur. Hipp. 1086; aor. ἔθιγον, θιγεῖν; [[berühren]], betasten, anrühren; gew. τινός, Pind. I. 1, 18; θιγγάνοντες χερσὶ ταυρείου φόνου Aesch. Spt. 44, das Stierblut berührend; ἀγαλμάτων 240; οἴακος θιγών Ag. 649; auch πολλὰ [[γοῦν]] θιγγάνει πρὸς [[ἧπαρ]], 421, dringt bis ans Herz; vgl. Theocr. 1, 59; δεξιᾶς ἐμᾶς θιγών Soph. Phil. 1384, wie O. R. 760 von Schutzflehenden; ἐξ ἀειρύτου χοὰς κρήνης ἐνεγκοῦ δι' ὁσίων χειρῶν θιγών, indem du schöpfft mit reiner Hand, O. C. 471; übertr., λόγου κακοῦ γλώσσῃ θιγὼν καὶ πανουργίας Phil. 406; τῶν σῶν γονάτων Eur. Or. 382; γενείου χερί Bacch. 1317 u. öfter; neben ἅπτομαι ib. 617; einzeln in Prosa, θιγὼν αὐτῆς τῆς κεφαλῆς Xen. Cyr. 6, 4, 9, öfter bei Sp., wie Plut.; – c. dat. Pind. P. 4, 396. 8, 25. 9, 43 N. 4, 35; – σιγῆν, = θιγεῖν, dor., Ar. Lys. 1004. – Das Präsens θίγω ist nirgends sicher, daher auch nur θιγών u. θιγεῖν zu accentuiren, vgl. Schäf. zu Gregor. Cor. 990.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1211.png Seite 1211]] fut. θίξω, gew. θίξομαι, wie Eur. Hipp. 1086; aor. ἔθιγον, θιγεῖν; [[berühren]], betasten, anrühren; gew. τινός, Pind. I. 1, 18; θιγγάνοντες χερσὶ ταυρείου φόνου Aesch. Spt. 44, das Stierblut berührend; ἀγαλμάτων 240; οἴακος θιγών Ag. 649; auch πολλὰ [[γοῦν]] θιγγάνει πρὸς [[ἧπαρ]], 421, dringt bis ans Herz; vgl. Theocr. 1, 59; δεξιᾶς ἐμᾶς θιγών Soph. Phil. 1384, wie O. R. 760 von Schutzflehenden; ἐξ ἀειρύτου χοὰς κρήνης ἐνεγκοῦ δι' ὁσίων χειρῶν θιγών, indem du schöpfft mit reiner Hand, O. C. 471; übertr., λόγου κακοῦ γλώσσῃ θιγὼν καὶ πανουργίας Phil. 406; τῶν σῶν γονάτων Eur. Or. 382; γενείου χερί Bacch. 1317 u. öfter; neben ἅπτομαι ib. 617; einzeln in Prosa, θιγὼν αὐτῆς τῆς κεφαλῆς Xen. Cyr. 6, 4, 9, öfter bei Sp., wie Plut.; – c. dat. Pind. P. 4, 396. 8, 25. 9, 43 N. 4, 35; – σιγῆν, = θιγεῖν, dor., Ar. Lys. 1004. – Das Präsens θίγω ist nirgends sicher, daher auch nur θιγών u. θιγεῖν zu accentuiren, vgl. Schäf. zu Gregor. Cor. 990.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> θίξω, <i>ao.2</i> [[ἔθιγον]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao. réc.</i> [[ἐθίχθην]], <i>pf. inus.</i><br />toucher à, gén. : τινος [[χερσί]] ESCHL toucher qqn <i>ou</i> qch de ses propres mains ; <i>fig.</i> λόγου κακοῦ γλώσσῃ SOPH tenir (<i>propr.</i> toucher de sa langue) de mauvais propos ; <i>en parl. de sentiments</i> ψυχῆς, φρενῶν EUR toucher l'âme, le cœur.<br />'''Étymologie:''' R. Θιγ, toucher.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θιγγάνω''': θίξομαι Εὐρ. Ἱππ. 1068 (καὶ ὁ Elmsl. ἐπανορθοῖ προσθίξει ἀντὶ -εις, ἐν Ἡρακλ. 653): ἀόρ. ἔθῐγον, θίγω, θίγοιμι, θιγεῖν (Λακων. σῐγῆν, Ἀριστοφ. Λυσ. 1004), θιγών ([[συχνάκις]] [[ἐσφαλμένως]] φέρεται: θίγειν θίγων, ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. θίγω, [[ὅπερ]] εὕρηται μόνον [[παρά]] τισι [[λίαν]] μεταγεν. συγγραφεῦσιν, Elmsl. ἐν Σοφ. Ο. Τ. 470, Εὐρ. Βάκχ. 3040, Κόντ. ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 521 κἐφεξῆς. ― Παθ., ἀόρ. θιχθῆναι, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 258. (Ἐκ √ΘΙΓ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀορ. θῐγεῖν, πρβλ. Σανσκρ. deh, dêh-mi ([[ἀλείφω]])· Λατ. fig-ulus, fig-ura (fingo), πρβλ. Θ θ Ι. 2· Γοτθ. deig-a ([[πλάσσω]]), daig-s ([[φύραμα]]), dig-ans ([[ὀστράκινος]]), ga-dik-is) [[πλάσμα]])· Ἀρχ. Σκανδ. deig, Ἀγγλο-Σαξον. dâg (ἀγγλ. dough, [[φύραμα]])· Ἀρχ. Γερμ. teig: ― Ἡ πρώτη λοιπὸν [[σημασία]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ τοῦ χειρίζομαι, ζυμώνω, [[σχηματίζω]], ἰσχυρότερόν τι τοῦ [[ἁπλῶς]] [[ψαύω]], [[ὅπερ]] ἐκφράζει ἡ √ΤΑΓ, Λατ. tang-o, te-tig-i, ἴδε ἐν λ. [[τεταγών]]). Ἐγγίζω, χειρίζομαι (ἴδε ἀνωτ.): ― Σύνταξις: [[θιγγάνω]] τινός, [[ἐγγίζω]] πρόσωπόν τι ἢ [[πρᾶγμα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 663, κτλ.· χερσὶ ἢ χερὶ θιγγ. τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 44, Εὐρ. Βάκχ. 1317· δι’ ὁσίων χειρῶν Σοφ. Ο. Κ. 470· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., θ. χεῖρα Ἀρχίλ. 25G, (ἐν Σοφ. Ἀντ. 546, ἃ μή ᾿θιγες, κεῖται ἀντὶ τοῦ [[ταῦτα]] ὧν...)· θ. [[ποτὶ]] [[χεῖλος]] ἐμὸν Θεόκρ. 1. 59: ― Παθ., θιγγανόμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 5. 2) κρατῶ, πιάνω τι διὰ τῆς χειρός, θιγὼν πλευρὰς σὺν ἐμοὶ Σοφ. Αἴ. 1409, κτλ.· ὠλέναις θ. τινὸς Εὐρ. ἐν Φοιν. 300· θ. γυναικός, συνέρχεσθαι αὐτῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1044· θ. εὐνῆς [[αὐτόθι]] 885, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 329· καὶ ἀπολ., Εὐρ. Ἠλ. 51. 3) [[ἐγγίζω]], ἐπιχειρῶ, παντὸς... λόγου κακοῦ γλώσσῃ θ. Σοφ. Φιλ. 408· μή μοι λεπτῶν θίγγανε μύθων Εὐρ. Ἀποσπ. 916· ― ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, [[προσβάλλω]], θηρὸς Εὐρ. Βάκχ. 1183· τοῦ σοῦ σώματος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1351. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ αἰσθημάτων, [[ἐγγίζω]], Εὐρ. Ἱππ. 310· ψυχῆς, φρενῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 107· πολλὰ [[γοῦν]] θιγγάνει πρὸς [[ἧπαρ]], ἐγγίζουσι τὴν καρδίαν μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 432. 2) [[ἐγγίζω]], [[ἀναφέρω]] ὁμιλῶν ἢ συζητῶν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 1 καὶ 7., 2. 4, 13, Πολιτικ. 7. 1, 13. 3) [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, ἔν τ’ ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων Πίνδ. Ι. 1. 26, κτλ.: ― ὁ Πίνδ. [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ὡς τὸ [[ψαύω]], μετὰ δοτ., Π. 4. 528., 8. 33., 9. 75. ― [[φθάνω]], κτυπῶ, διαβολὴ θ. τινὸς Πλούτ. ἐν Ἀλεξ. 10. ― (Σπάνιον παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν πεζολόγων (παρ’ οἷς ἀντ’ [[αὐτοῦ]] κεῖται τὸ ἅπτομαι), ἀλλ’ εὕρηται παρὰ Ξεν. Κύρ. 1. 3, 5., 5. 1, 15., 6. 4, 9, καὶ παρ’ Ἀριστ.).
|lstext='''θιγγάνω''': θίξομαι Εὐρ. Ἱππ. 1068 (καὶ ὁ Elmsl. ἐπανορθοῖ προσθίξει ἀντὶ -εις, ἐν Ἡρακλ. 653): ἀόρ. ἔθῐγον, θίγω, θίγοιμι, θιγεῖν (Λακων. σῐγῆν, Ἀριστοφ. Λυσ. 1004), θιγών ([[συχνάκις]] [[ἐσφαλμένως]] φέρεται: θίγειν θίγων, ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. θίγω, [[ὅπερ]] εὕρηται μόνον [[παρά]] τισι [[λίαν]] μεταγεν. συγγραφεῦσιν, Elmsl. ἐν Σοφ. Ο. Τ. 470, Εὐρ. Βάκχ. 3040, Κόντ. ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 521 κἐφεξῆς. ― Παθ., ἀόρ. θιχθῆναι, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 258. (Ἐκ √ΘΙΓ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀορ. θῐγεῖν, πρβλ. Σανσκρ. deh, dêh-mi ([[ἀλείφω]])· Λατ. fig-ulus, fig-ura (fingo), πρβλ. Θ θ Ι. 2· Γοτθ. deig-a ([[πλάσσω]]), daig-s ([[φύραμα]]), dig-ans ([[ὀστράκινος]]), ga-dik-is) [[πλάσμα]])· Ἀρχ. Σκανδ. deig, Ἀγγλο-Σαξον. dâg (ἀγγλ. dough, [[φύραμα]])· Ἀρχ. Γερμ. teig: ― Ἡ πρώτη λοιπὸν [[σημασία]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ τοῦ χειρίζομαι, ζυμώνω, [[σχηματίζω]], ἰσχυρότερόν τι τοῦ [[ἁπλῶς]] [[ψαύω]], [[ὅπερ]] ἐκφράζει ἡ √ΤΑΓ, Λατ. tang-o, te-tig-i, ἴδε ἐν λ. [[τεταγών]]). Ἐγγίζω, χειρίζομαι (ἴδε ἀνωτ.): ― Σύνταξις: [[θιγγάνω]] τινός, [[ἐγγίζω]] πρόσωπόν τι ἢ [[πρᾶγμα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 663, κτλ.· χερσὶ ἢ χερὶ θιγγ. τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 44, Εὐρ. Βάκχ. 1317· δι’ ὁσίων χειρῶν Σοφ. Ο. Κ. 470· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., θ. χεῖρα Ἀρχίλ. 25G, (ἐν Σοφ. Ἀντ. 546, ἃ μή ᾿θιγες, κεῖται ἀντὶ τοῦ [[ταῦτα]] ὧν...)· θ. [[ποτὶ]] [[χεῖλος]] ἐμὸν Θεόκρ. 1. 59: ― Παθ., θιγγανόμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 5. 2) κρατῶ, πιάνω τι διὰ τῆς χειρός, θιγὼν πλευρὰς σὺν ἐμοὶ Σοφ. Αἴ. 1409, κτλ.· ὠλέναις θ. τινὸς Εὐρ. ἐν Φοιν. 300· θ. γυναικός, συνέρχεσθαι αὐτῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1044· θ. εὐνῆς [[αὐτόθι]] 885, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 329· καὶ ἀπολ., Εὐρ. Ἠλ. 51. 3) [[ἐγγίζω]], ἐπιχειρῶ, παντὸς... λόγου κακοῦ γλώσσῃ θ. Σοφ. Φιλ. 408· μή μοι λεπτῶν θίγγανε μύθων Εὐρ. Ἀποσπ. 916· ― ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, [[προσβάλλω]], θηρὸς Εὐρ. Βάκχ. 1183· τοῦ σοῦ σώματος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1351. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ αἰσθημάτων, [[ἐγγίζω]], Εὐρ. Ἱππ. 310· ψυχῆς, φρενῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 107· πολλὰ [[γοῦν]] θιγγάνει πρὸς [[ἧπαρ]], ἐγγίζουσι τὴν καρδίαν μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 432. 2) [[ἐγγίζω]], [[ἀναφέρω]] ὁμιλῶν ἢ συζητῶν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 1 καὶ 7., 2. 4, 13, Πολιτικ. 7. 1, 13. 3) [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, ἔν τ’ ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων Πίνδ. Ι. 1. 26, κτλ.: ― ὁ Πίνδ. [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ὡς τὸ [[ψαύω]], μετὰ δοτ., Π. 4. 528., 8. 33., 9. 75. ― [[φθάνω]], κτυπῶ, διαβολὴ θ. τινὸς Πλούτ. ἐν Ἀλεξ. 10. ― (Σπάνιον παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν πεζολόγων (παρ’ οἷς ἀντ’ [[αὐτοῦ]] κεῖται τὸ ἅπτομαι), ἀλλ’ εὕρηται παρὰ Ξεν. Κύρ. 1. 3, 5., 5. 1, 15., 6. 4, 9, καὶ παρ’ Ἀριστ.).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> θίξω, <i>ao.2</i> [[ἔθιγον]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao. réc.</i> [[ἐθίχθην]], <i>pf. inus.</i><br />toucher à, gén. : τινος [[χερσί]] ESCHL toucher qqn <i>ou</i> qch de ses propres mains ; <i>fig.</i> λόγου κακοῦ γλώσσῃ SOPH tenir (<i>propr.</i> toucher de sa langue) de mauvais propos ; <i>en parl. de sentiments</i> ψυχῆς, φρενῶν EUR toucher l'âme, le cœur.<br />'''Étymologie:''' R. Θιγ, toucher.
}}
}}
{{Slater
{{Slater