θιγγάνω
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
fut. προσθίξῃ prob. for
A -εις E.Heracl.652: 2 fut. τεθίξομαι Id.Hipp.1086: aor.2 ἔθῐγον Archil.71, E.Ba.304, etc.; Lacon. inf. σιγῆν Ar.Lys.1004:—Pass., aor.θιχθῆναι S.E.M.9.258:—touch, handle: abs., μὴ θίγγανε IG12(3).451 (Thera), etc.: usually c. gen., οἴακος A.Ag. 663, etc.; χερσὶ or χερὶ θ. τινός, Id.Th.44, E.Ba.1318; δι' ὁσίων χειρῶν S.OC470: c. acc., χεῖρα (s. v.l.) Νεοβούλης θιγεῖν Archil. l.c.; χερσὶ γλαυκᾶς ἐλαίας θιγοῦ[σ' ὄζον] Limen.6 (dub. l.):—Pass., to be touched, Arist.HA495a6.
2 take hold of, τινος S.Aj.1410 (anap.), etc.; θ. ὠλέναισιν τέκνου embrace, E.Ph.300 (lyr.); θιγγάνω γυναικός have intercourse with…, Id.Hipp.1044; θ. εὐνῆς ib.885, cf. S.OC329: abs., E.El.51; γλίχεται θιγεῖν καὶ συνεῖναι, of man's aspiration after God, Phld.D. 3.1.
3 touch, attempt, παντὸς… λόγου κακοῦ γλώσσῃ θ. S.Ph.408; μή μοι λεπτῶν θίγγανε μύθων E.Fr.924; θ. πονηρίας Isyll.5; in hostile sense, attack, θηρός E.Ba.1183 (lyr.); σώματος τοῦ σοῦ Id.IA1351 (troch.).
II metaph., of the feelings, touch, θιγγάνει σέθεν τόδε; Id.Hipp.310; ψυχᾶς, φρενῶν, Id.Alc.108; πολλὰ θιγγάνει πρὸς ἧπαρ reach to the heart, A.Ag.432 (lyr.).
2 touch upon, in speaking or discussion, Arist.Metaph.988a23,al., Pol.1323b38; also of the mind, apprehend, νοῦς… θιγγάνων καὶ νοῶν Id.Metaph.1072b21, al.
3 reach, win, ἀγώνων Pi.I.1.18, etc. also c. dat., θιγγάνω ἡσυχίᾳ, θιγγάνω ἀρεταῖς, θιγγάνω ψεύδει, Id.P.4.296, 8.24, 9.42; reach, hit, διαβολὴ θ. τινός Plu.Alex.10.—Not found in pure Att. Prose (ἅπτομαι being used), but used by X.Cyr.1.3.5,al.: aor. 1 inf. θίξαι v.l. for ψαῦσαι in Suid.s.v. θιγεῖν, θῖξαι v.l. for δεῖξαι in Arist.EN1111a14.
German (Pape)
[Seite 1211] fut. θίξω, gew. θίξομαι, wie Eur. Hipp. 1086; aor. ἔθιγον, θιγεῖν; berühren, betasten, anrühren; gew. τινός, Pind. I. 1, 18; θιγγάνοντες χερσὶ ταυρείου φόνου Aesch. Spt. 44, das Stierblut berührend; ἀγαλμάτων 240; οἴακος θιγών Ag. 649; auch πολλὰ γοῦν θιγγάνει πρὸς ἧπαρ, 421, dringt bis ans Herz; vgl. Theocr. 1, 59; δεξιᾶς ἐμᾶς θιγών Soph. Phil. 1384, wie O. R. 760 von Schutzflehenden; ἐξ ἀειρύτου χοὰς κρήνης ἐνεγκοῦ δι' ὁσίων χειρῶν θιγών, indem du schöpfft mit reiner Hand, O. C. 471; übertr., λόγου κακοῦ γλώσσῃ θιγὼν καὶ πανουργίας Phil. 406; τῶν σῶν γονάτων Eur. Or. 382; γενείου χερί Bacch. 1317 u. öfter; neben ἅπτομαι ib. 617; einzeln in Prosa, θιγὼν αὐτῆς τῆς κεφαλῆς Xen. Cyr. 6, 4, 9, öfter bei Sp., wie Plut.; – c. dat. Pind. P. 4, 396. 8, 25. 9, 43 N. 4, 35; – σιγῆν, = θιγεῖν, dor., Ar. Lys. 1004. – Das Präsens θίγω ist nirgends sicher, daher auch nur θιγών u. θιγεῖν zu accentuiren, vgl. Schäf. zu Gregor. Cor. 990.
French (Bailly abrégé)
f. θίξω, ao.2 ἔθιγον, pf. inus.
Pass. ao. réc. ἐθίχθην, pf. inus.
toucher à, gén. : τινος χερσί ESCHL toucher qqn ou qch de ses propres mains ; fig. λόγου κακοῦ γλώσσῃ SOPH tenir (propr. toucher de sa langue) de mauvais propos ; en parl. de sentiments ψυχῆς, φρενῶν EUR toucher l'âme, le cœur;
NT: manier.
Étymologie: R. Θιγ, toucher.
Russian (Dvoretsky)
θιγγάνω: (fut. θίξω и θίξομαι, aor. 2 ἔθῐγον, part. θιγών; inf. aor. pass. θιχθῆναι Sext.)
1 касаться, прикасаться, дотрагиваться (θ. τινὸς χερσί Aesch., χερί Eur. или διὰ χειρῶν Soph.; τῆς κεφαλῆς Xen.; ποτὶ χεῖλός τινος Theocr.): θιγγαν όμενος ψυχρός Arst. холодный на ощупь; μὴ ἃ (= ταῦτα ὧν) μὴ ἔθιγες ποιοῦ σεαυτῆς Soph. к чему ты непричастна, в том не вини себя (досл. того и не делай своим); πατρὸς φιλότητι θ. Soph., с любовью приникнуть к отцу; ὠλέναις θιγεῖν τέκνου Eur. обнять руками дитя; εὐνῆς τινος θιγεῖν Eur. осквернить чье-л. ложе; θ. γλώσσῃ παντὸς λόγου κακοῦ καὶ πανουργίας Soph. держать злые и преступные речи;
2 нападать (τινός и τινά NT): τίς ἂν ἔτλη σώματος τοῦ σοῦ θιγεῖν; Eur. кто осмелился поднять руку на тебя?; θ. θηρός Eur. поражать зверя; ἔθιγε καὶ Ἀλεξάνδρου διαβολή Plut. клевета задела и Александра;
3 затрагивать, трогать, волновать: θιγγάνει σέθεν τόδε; Eur. это волнует тебя?; ἔθιγες ψυχῆς, ἔθιγες δὲ φρενῶν Eur. ты поразил (все мои) чувства и мысли;
4 (в речи) касаться, затрагивать, задевать: πάντες ἐκείνων δέ πως φαίνονται θιγγάνοντες Arst. все (философы) явно касаются этих (вопросов);
5 достигать, получать, приобретать (τινός и τινί Pind.): οὐ δυνάμενοι θιγεῖν ἄλλης αἰτίας Arst. не будучи в состоянии найти другую причину.
Greek (Liddell-Scott)
θιγγάνω: θίξομαι Εὐρ. Ἱππ. 1068 (καὶ ὁ Elmsl. ἐπανορθοῖ προσθίξει ἀντὶ -εις, ἐν Ἡρακλ. 653): ἀόρ. ἔθῐγον, θίγω, θίγοιμι, θιγεῖν (Λακων. σῐγῆν, Ἀριστοφ. Λυσ. 1004), θιγών (συχνάκις ἐσφαλμένως φέρεται: θίγειν θίγων, ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. θίγω, ὅπερ εὕρηται μόνον παρά τισι λίαν μεταγεν. συγγραφεῦσιν, Elmsl. ἐν Σοφ. Ο. Τ. 470, Εὐρ. Βάκχ. 3040, Κόντ. ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 521 κἐφεξῆς. ― Παθ., ἀόρ. θιχθῆναι, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 258. (Ἐκ √ΘΙΓ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀορ. θῐγεῖν, πρβλ. Σανσκρ. deh, dêh-mi (ἀλείφω)· Λατ. fig-ulus, fig-ura (fingo), πρβλ. Θ θ Ι. 2· Γοτθ. deig-a (πλάσσω), daig-s (φύραμα), dig-ans (ὀστράκινος), ga-dik-is) πλάσμα)· Ἀρχ. Σκανδ. deig, Ἀγγλο-Σαξον. dâg (ἀγγλ. dough, φύραμα)· Ἀρχ. Γερμ. teig: ― Ἡ πρώτη λοιπὸν σημασία φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ τοῦ χειρίζομαι, ζυμώνω, σχηματίζω, ἰσχυρότερόν τι τοῦ ἁπλῶς ψαύω, ὅπερ ἐκφράζει ἡ √ΤΑΓ, Λατ. tang-o, te-tig-i, ἴδε ἐν λ. τεταγών). Ἐγγίζω, χειρίζομαι (ἴδε ἀνωτ.): ― Σύνταξις: θιγγάνω τινός, ἐγγίζω πρόσωπόν τι ἢ πρᾶγμα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 663, κτλ.· χερσὶ ἢ χερὶ θιγγ. τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 44, Εὐρ. Βάκχ. 1317· δι’ ὁσίων χειρῶν Σοφ. Ο. Κ. 470· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., θ. χεῖρα Ἀρχίλ. 25G, (ἐν Σοφ. Ἀντ. 546, ἃ μή ᾿θιγες, κεῖται ἀντὶ τοῦ ταῦτα ὧν...)· θ. ποτὶ χεῖλος ἐμὸν Θεόκρ. 1. 59: ― Παθ., θιγγανόμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 5. 2) κρατῶ, πιάνω τι διὰ τῆς χειρός, θιγὼν πλευρὰς σὺν ἐμοὶ Σοφ. Αἴ. 1409, κτλ.· ὠλέναις θ. τινὸς Εὐρ. ἐν Φοιν. 300· θ. γυναικός, συνέρχεσθαι αὐτῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1044· θ. εὐνῆς αὐτόθι 885, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 329· καὶ ἀπολ., Εὐρ. Ἠλ. 51. 3) ἐγγίζω, ἐπιχειρῶ, παντὸς... λόγου κακοῦ γλώσσῃ θ. Σοφ. Φιλ. 408· μή μοι λεπτῶν θίγγανε μύθων Εὐρ. Ἀποσπ. 916· ― ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, προσβάλλω, θηρὸς Εὐρ. Βάκχ. 1183· τοῦ σοῦ σώματος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1351. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ αἰσθημάτων, ἐγγίζω, Εὐρ. Ἱππ. 310· ψυχῆς, φρενῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 107· πολλὰ γοῦν θιγγάνει πρὸς ἧπαρ, ἐγγίζουσι τὴν καρδίαν μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 432. 2) ἐγγίζω, ἀναφέρω ὁμιλῶν ἢ συζητῶν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 1 καὶ 7., 2. 4, 13, Πολιτικ. 7. 1, 13. 3) λαμβάνω μέρος εἴς τι, ἔν τ’ ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων Πίνδ. Ι. 1. 26, κτλ.: ― ὁ Πίνδ. ὡσαύτως μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ὡς τὸ ψαύω, μετὰ δοτ., Π. 4. 528., 8. 33., 9. 75. ― φθάνω, κτυπῶ, διαβολὴ θ. τινὸς Πλούτ. ἐν Ἀλεξ. 10. ― (Σπάνιον παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν πεζολόγων (παρ’ οἷς ἀντ’ αὐτοῦ κεῖται τὸ ἅπτομαι), ἀλλ’ εὕρηται παρὰ Ξεν. Κύρ. 1. 3, 5., 5. 1, 15., 6. 4, 9, καὶ παρ’ Ἀριστ.).
English (Slater)
θιγγάνω (aor. θᾰγον; θᾰγοῖσα; θᾰγεῖν, θᾰγέμεν.)
a c. gen., lay hold of, essay ἔν τ ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων (I. 1.18)
b c. dat., touch upon; know, embrace in thought ἔν τε σοφοῖς δαιδαλέαν φόρμιγγα βαστάζων πολίταις ἡσυχίᾳ θιγέμεν (P. 4.296) ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος (P. 8.24) “σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν” (P. 9.42) ἴυγγι δ' ἕλκομαι ἦτορ νεομηνίᾳ θιγέμεν (expl. dub.: “Pindar — hofft, daß es, das Gedicht, zu dem Neumond, an dem das Fest begangen werden sollte, zurechtkäme.” Wil. 400) (N. 4.35)
English (Strong)
a prolonged form of an obsolete primary thigo (to finger); to manipulate, i.e. have to do with; by implication, to injure: handle, touch.
English (Thayer)
(probably akin to τεῖχος, fingo, fiction, etc.; Curtius, § 145): 2nd aorist ἔθιγον; to touch, handle: μηδέ θίγῃς touch not namely, impure things, ἅπτω, 2c.); τίνος, Aeschylus), Xenophon, Plato, Tragg., others); like the Hebrew נָגַע, to do violence to, injure: τίνος, Euripides, Iph. Aul. 1351; ὧν αἱ βλαβαι αὗται θιγγανουσι, Act. Thom. § 12). (Synonym: see ἅπτω, 2c.)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
θιγγάνω: [ᾰ], μέλ. θίξομαι, αόρ. βʹ ἔθῐγον (επιτετ. από τη √ΘΙΓ, πρβλ. θιγεῖν, Λατ. te-tig-i)·
I. 1. ακουμπώ, χειρίζομαι, αγγίζω, σε γεν., Τραγ.
2. πιάνω με το χέρι, κρατώ, τινός, σε Σοφ., κ.λπ.· θιγγάνω ὠλέναισιν τέκνου, αγκαλιάζω, σε Ευρ.
3. αγγίζω, επιχειρώ, λόγου γλώσσῃ θιγγάνω, σε Σοφ.· με εχθρική σημασία, επιτίθεμαι, θηρός, σε Ευρ.
II. 1. μεταφ., λέγεται για τα συναισθήματα, ακουμπώ, συγκινώ, στον ίδ.· ψυχῆς, φρενῶν θιγγάνω, στον ίδ.· πολλὰ θιγγάνει πρὸς ἦπαρ, αγγίζουν την καρδιά, σε Αισχύλ.
2. κερδίζω, καταφθάνω, επιτυγχάνω, τινός, σε Πίνδ., κ.λπ.· ο Πίνδ. τη χρησιμοποιεί με αυτή τη σημασία, όπως κάνει με το ψαύω, με δοτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: touch with the hand, occupy onseself with (Ion. Dor. Arc.; not in real Attic or in Hom.; Wackernagel Unt. 222).
Other forms: Aor. θιγεῖν (Lac. σιγῆν Ar. Lys. 1004), fut. med. προσ-θίξῃ (E. Herakl. 652; codd. -εις), τεθίξομαι (E. Hipp. 1086), aor. pass. θιχθῆναι (S. E.),
Compounds: also with prefix like προσ-, ἐπι-, ὑπο-,
Derivatives: θίξις touch (Hp., Arist.), θίγμα id. (Pergam.), staining (θιγμάτων μιασμάτων H.); uncertain θίγημα (AP 12, 209; cod. φιλήματα) and θιγάνα cover? (Delph., Labyad-inscr. C 39).
Origin: IE [Indo-European] [244] *dʰeigʰ- smear, knead
Etymology: With θιγγάνω, with its double nasalization, agrees in Lat. infixed fingō spread, knead, form, shape, in Arm. the suffixed diz-anem heap up. This etymology (doubts in Schwyzer 701 and in W.-Hofmann s. fingō) presupposes however, that an original χ (IE ǵh) after nasal became γ (which is incorrect, cf. ὄμφαλος; on θάμβος s.v.); from the present the γ would have gone to the aorist θιγεῖν (for *τιχεῖν). Sanskrit has an athematic root present déhmi smear, IE *dhéiǵh-mi, with 3. pl. ipf. ádihan (= ἔθιγον?); here also Goth. pres. ptc. dat. Þamma digandin τῳ̃ πλάσαντι. - Further cognates s. τεῖχος.
Middle Liddell
[cf. Lat. te-tig-i] [lengthd. from Root !θιγ.]
I. to touch, handle, c. gen., Trag.
2. to take hold of, τινός Soph., etc.; ὠλέναις θ. τινός to embrace, Eur.
3. to touch, attempt, λόγου γλώσσηι θ. Soph.:—in hostile sense, to attack, θηρός Eur.
II. metaph. of the feelings, to touch, Eur.; ψυχῆς, φρενῶν θ. Eur.; πολλὰ θιγγάνει πρὸς ἧπαρ reach to the heart, Aesch.
2. to reach, gain, win, τινός Pind., etc.:—Pind. uses it in this sense, as he does ψαύω, c. dat.
Frisk Etymology German
θιγγάνω: {thiggánō}
Forms: Aor. θιγεῖν (lak. σιγῆν Ar. Lys. 1004), Fut. Med. προσθίξῃ (E. Herakl. 652; codd. -εις), τεθίξομαι (E. Hipp. 1086), Aor. Pass. θιχθῆναι (S. E.),
Grammar: v.
Meaning: mit der Hand berühren, antasten, sich mit etwas befassen (ion. dor. ark.; fehlt im echten Attischen wie bei Hom.; dem Äolischen fremd?, Wackernagel Unt. 222).
Composita: auch mit Präfix wie προσ-, ἐπι-, ὑπο-,
Derivative: Davon θίξις Berührung (Hp., Arist. usw.), θίγμα ib. (Pergam.), Befleckung (θιγμάτων· μιασμάτων H.); unsicher θίγημα (AP 12, 209; cod. φιλήματα) und θιγάνα ‘Deckel?’ (Delph., Labyadeninschr. C 39).
Etymology: Dem Präsens θιγγάνω mit seiner zweifachen Nasalierung stehen im Lat. das infigierte fingō bestreichen, kneten, bilden, gestalten, im Arm. das suffigierte diz-anem anhäufen gegenüber. Diese einleuchtende Etymologie (Zweifel bei Schwyzer 701 und bei W.-Hofmann s. fingō) setzt allerdings voraus, daß ein ursprüngliches χ (idg. ĝh) nach dem Nasal in die entsprechende Media γ übergegangen sei (vgl. zu θάμβος); aus dem Präsens wäre γ auch in den Aorist θιγεῖν (für *τιχεῖν) eingedrungen. Neben den obengenannten Nasalpräsentia steht im Aind. ein athematisches Wurzelpräsens déhmi bestreichen, idg. *dhéiĝh-mi; dazu 3. pl. Ipf. ádihan (= ἔθιγον?); hierher noch got. Präs. Ptz. Dat. þamma digandin ‘τῳ̃ πλάσαντι’. — Weitere Verwandte s. τεῖχος.
Page 1,674-675
Chinese
原文音譯:qigg£nw 汀瓜挪
詞類次數:動詞(3)
原文字根:觸摸
字義溯源:操作,拿,靠近,臨近,摸,觸摸,接觸;源自(θιγγάνω)X*=手指撫摸)。參讀 (ἀνάπτω)同義字
出現次數:總共(3);西(1);來(2)
譯字彙編:
1) 靠近(1) 來12:20;
2) 觸摸(1) 來11:28;
3) 拿的(1) 西2:21
Mantoulidis Etymological
(=ἀγγίζω). Ἀπό ρίζα θιγ + πρόσφυμα ν πού γίνεται γ + αν → θιγγάνω.
Παράγωγα: θίγμα (=ἄγγιγμα), θίξις, θίγημα, ἄθικτος, εὔθικτος.
Translations
touch
Albanian: prek; Arabic: لَمَسَ; Gulf Arabic: جاس; Moroccan Arabic: قاس; Armenian: դիպչել, կպնել, շոշափել, ձեռք տալ; Assamese: চু, ছু; Asturian: tocar; Azerbaijani: toxunmaq, dəymək; Basque: ukitu; Belarusian: кранаць, крануць, датыкацца, даткнуцца; Belizean Creole: toch; Bengali: ধরা, লাগা; Bulgarian: докосвам се, докосна се, допирам се, допра се; Burmese: ထိ; Catalan: tocar; Cherokee: ᎠᏒᏂᎭ; Chinese Mandarin: 接觸, 接触, 觸摸, 触摸, 摸, 觸, 触; Min Dong: 撞; Chuukese: attapa; Crimean Tatar: toqunmaq; Czech: dotýkat se, dotknout se; Danish: røre, berøre; Dutch: aanraken, beroeren, raken; Esperanto: tuŝi; Estonian: puudutama; Farefare: kalʋm; Faroese: nema við; Finnish: koskea, koskettaa, kosketella; French: toucher; Friulian: tocjâ, točhâ; Galician: tocar, tanguer; Georgian: შეხება; German: anfassen, berühren; Gothic: 𐍄𐌴𐌺𐌰𐌽; Greek: αγγίζω; Ancient Greek: ἀποθιγγάνω, ἅπτεσθαι, ἅπτομαι, ἀφάσσω, ἀφάω, διαψαύω, ἐπαυρίσκω, ἐπιθιγγάνω, ἐπικύρω, ἐπιμαίομαι, ἐπιψαύειν, ἐπιψαύω, ἐπιψηλαφάω, ἐφάπτεσθαι, ἐφάπτομαι, θιγγάνειν, θιγγάνω, καθάπτω, καθικνέομαι, καθικνοῦμαι, κατάπτω, καταψάω, μάσσω, μάττω, περιψαύω, ποτιψαύειν, ποτιψαύω, προσάπτω, προσθιγγάνειν, προσθιγγάνω, προσχρίμπτω, προσψαύειν, προσψαύω, συκάζω, συμψαύω, χραύω, χροΐζω, χρώζειν, χρώζω, χρῴζω, ψαύειν, ψαύω, ψηλαφάω, ψηλαφεῖν, ψηλαφέω, ψηλαφίζω, ψηλαφῶ; Gujarati: અડવું; Haitian Creole: manyen, touche; Hebrew: נָגַע; Hindi: छूना; Hungarian: érint, megérint, hozzányúl, hozzáér, tapint, megtapint, érintkezik, összeér, ér; Iban: megai; Icelandic: snerta, koma við; Ido: tushar; Indonesian: menyentuh, menyinggung; Irish: bain do, bain le; Italian: toccare; Japanese: 触る, 触れる, 接触する; Kabuverdianu: palpa, palpá; Kambera: ràma; Kazakh: жанасу, тию; Khmer: ប៉ះ, ពាល់; Korean: 닿다, 만지다; Kurdish Central Kurdish: دەست لێدان; Northern Kurdish: dest lê dan; Kyrgyz: тийүү; Lao: ຈັບຕ້ອງ, ບາຍ, ແຕະຕ້ອງ; Latgalian: dūrtīs; Latin: tango, taxo; Latvian: skart; Lithuanian: liesti, paliesti; Low German: anraken, berören; Macedonian: допира, допре; Malay: menyentuh; Malayalam: സ്പർശിക്കുക, തൊടുക; Maltese: mess; Maori: whakapā, pā; Mongolian Cyrillic: барих; Norman: touchi; Norwegian Bokmål: berøre; Nyunga: bakiny, bakiny; Occitan: tocar, tochar; Old English: hrīnan; Oromo: tuquu; Ossetian: ныдзӕвын; Pashto: لمسول, بلېسول; Persian: پرماسیدن, زدن, لمس کردن; Polish: dotykać, dotknąć; Portuguese: tocar; Quechua: llamkhay; Romanian: atinge; Romansch: tutgar, tuccar, tutgear, tutgier, tucher, tocker; Russian: трогать, тронуть, дотрагиваться, дотронуться, касаться, коснуться, прикасаться, прикоснуться; Sardinian: apodhicare, apoddicare, apodhigai, apodighare, podhicare, tocae, tocai, tocare, togare; Serbo-Croatian Cyrillic: дирати, та̀кнути; Roman: dírati, tàknuti; Sicilian: tuccari; Slovak: dotýkať sa, dotknúť sa; Slovene: dotikati se, dotakniti se; Somali: taabasho; Spanish: tocar; Swahili: kugusa; Swedish: röra, beröra, ta på, tuscha, toucha; Tajik: ламс кардан, даст задан; Tatar: тиергә; Telugu: స్పర్శ అంటుకొను, తాకు, ముట్టుకొను; Thai: แตะ, สัมผัส, แตะต้อง, จับ; Tocharian B: täk-; Turkish: dokunmak, ellemek, değmek; Turkmen: degmek, ellemek; Tuvan: дээр; Ukrainian: доторкатися, доторкнутися, торкати, торкнути, торкатися, торкнутися; Urdu: چھونا; Uyghur: تېگىشمەك; Uzbek: tegmoq; Venetian: tocar; Vietnamese: sờ, rờ, chạm, động, đụng; Walloon: djonde; Yiddish: טאַפּן, באַטאַפּן, נוגע זײַן, אָנרירן, צורירן, באַרירן, פֿינגערן, טשעפּן זיך