3,277,206
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1311.png Seite 1311]] τό, kleines, dürres Holz, trockne Aeste, Strauchwerk, Reis, bes. Feuer anzumachen, gew. im plur.; Her. 4, 62; Ar. Pax 991 Av. 642; Xen. Cyr. 5, 2,15; Sp.; φρυγάνων ξυλλογή Thuc. 3, 111; Xen. An. 4, 3,11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1311.png Seite 1311]] τό, kleines, dürres Holz, trockne Aeste, Strauchwerk, Reis, bes. Feuer anzumachen, gew. im plur.; Her. 4, 62; Ar. Pax 991 Av. 642; Xen. Cyr. 5, 2,15; Sp.; φρυγάνων ξυλλογή Thuc. 3, 111; Xen. An. 4, 3,11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />menu bois mort, broussailles.<br />'''Étymologie:''' [[φρύγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρύγᾰνον''': [ῡ], τό, ([[φρύγω]]) ὡς καὶ νῦν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. φρύγανα, ξηρὰ ξύλα, ξηροὶ θάμνοι, κλάδοι κλπ. χρήσιμοι πρὸς καῦσιν, «τσάκνα», Λατ. [[sarmentum|sarmenta]] [[virgula|virgulla]], Ἡρόδ. 4. 62, Ἀριστοφ. Ὄρν. 642, Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11, πρβλ. [[φρύγω]] Ι· φρυγάνοις καὶ λίθοις περιφράξαντες Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 8. 20, 5· ― τὸ ἑνικὸν μόνον ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, = τὰ φρύγανα· μαντικῶς τὸ φρ. τίθεσθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1026· τὸ φρ. ἐπικαίουσι Πλούτ. 2. 553C. II. Ὁ Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 1, μνημονεύει τὰ φρύγανα ὡς ἰδιαιτέραν τάξιν ἢ διαίρεσιν τοῦ φυτικοῦ βασιλείου διακρινομένην ἀπὸ τῶν τάξεων τῶν δένδρων, θάμνων, ποῶν. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φρύγανα· ὕλη λεπτὴ καὶ ξηρά». | |lstext='''φρύγᾰνον''': [ῡ], τό, ([[φρύγω]]) ὡς καὶ νῦν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. φρύγανα, ξηρὰ ξύλα, ξηροὶ θάμνοι, κλάδοι κλπ. χρήσιμοι πρὸς καῦσιν, «τσάκνα», Λατ. [[sarmentum|sarmenta]] [[virgula|virgulla]], Ἡρόδ. 4. 62, Ἀριστοφ. Ὄρν. 642, Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11, πρβλ. [[φρύγω]] Ι· φρυγάνοις καὶ λίθοις περιφράξαντες Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 8. 20, 5· ― τὸ ἑνικὸν μόνον ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, = τὰ φρύγανα· μαντικῶς τὸ φρ. τίθεσθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1026· τὸ φρ. ἐπικαίουσι Πλούτ. 2. 553C. II. Ὁ Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 1, μνημονεύει τὰ φρύγανα ὡς ἰδιαιτέραν τάξιν ἢ διαίρεσιν τοῦ φυτικοῦ βασιλείου διακρινομένην ἀπὸ τῶν τάξεων τῶν δένδρων, θάμνων, ποῶν. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φρύγανα· ὕλη λεπτὴ καὶ ξηρά». | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |