αὐθέντης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui accomplit de sa main un meurtre, meurtrier;<br /><b>2</b> que l'on accomplit de sa main : [[αὐθέντης]] [[θάνατος]], [[φόνος]] ESCHL meurtre accompli sur qqn par la main d'un propre parent.<br />'''Étymologie:''' contr. de [[αὐτοέντης]] de [[αὐτός]], [[ἁνύω]] (DELG).
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui accomplit de sa main un meurtre, meurtrier;<br /><b>2</b> que l'on accomplit de sa main : [[αὐθέντης]] [[θάνατος]], [[φόνος]] ESCHL meurtre accompli sur qqn par la main d'un propre parent.<br />'''Étymologie:''' contr. de [[αὐτοέντης]] de [[αὐτός]], [[ἁνύω]] (DELG).
}}
{{elru
|elrutext='''αὐθέντης:'''<br /><b class="num">I</b> поэт. тж. [[αὐτοέντης]], ου adj. [[ἄνυμι]] обращенный на своих, т. е. братоубийственный: αὐ. [[θάνατος]] Aesch. или [[φόνος]] Aesch., Eur. убийство, совершенное над близким родственником.<br /><b class="num">II</b> поэт. тж. [[αὐτοέντης]], ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[самовластный повелитель]], [[властелин]] (χθονός Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[непосредственный виновник]] (πράξεως Polyb.; ἀνομημάτων Diod.);<br /><b class="num">3)</b> [[убийца]] Her., Thuc., Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐθέντης:''' -ου, ὁ, συνηρ. του [[αὐτοέντης]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που κάνει οτιδήποτε με το [[χέρι]] του, [[αυτουργός]], [[πραγματικός]] [[δολοφόνος]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, [[κάποιος]] από την [[οικογένεια]] του δολοφόνου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[αὐθέντης]] [[φόνος]], <i>αὐθένται θάνατοι</i>, [[φόνος]] που εκτελέστηκε από κάποιον της ίδιας της οικογένειας, σε Αισχύλ. (το συνθετικό <i>-έντης</i> έχει αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''αὐθέντης:''' -ου, ὁ, συνηρ. του [[αὐτοέντης]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που κάνει οτιδήποτε με το [[χέρι]] του, [[αυτουργός]], [[πραγματικός]] [[δολοφόνος]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, [[κάποιος]] από την [[οικογένεια]] του δολοφόνου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[αὐθέντης]] [[φόνος]], <i>αὐθένται θάνατοι</i>, [[φόνος]] που εκτελέστηκε από κάποιον της ίδιας της οικογένειας, σε Αισχύλ. (το συνθετικό <i>-έντης</i> έχει αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''αὐθέντης:'''<br /><b class="num">I</b> поэт. тж. [[αὐτοέντης]], ου adj. [[ἄνυμι]] обращенный на своих, т. е. братоубийственный: αὐ. [[θάνατος]] Aesch. или [[φόνος]] Aesch., Eur. убийство, совершенное над близким родственником.<br /><b class="num">II</b> поэт. тж. [[αὐτοέντης]], ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[самовластный повелитель]], [[властелин]] (χθονός Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[непосредственный виновник]] (πράξεως Polyb.; ἀνομημάτων Diod.);<br /><b class="num">3)</b> [[убийца]] Her., Thuc., Eur.
}}
}}
{{etym
{{etym