αὐθέντης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. autenta</i> Fulg.102.19, 163.10<br /><b class="num">A</b> como subst.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[responsable de una muerte]], [[asesino]], [[homicida]] ἐγὼ ... μήτε αὐτῷ εἴην [[αὐθέντης]] Hdt.1.117, αὐθεντῶν χέρες E.<i>Rh</i>.873, παρὰ τοῖς αὐθένταις πατέρας ... καταλείψετε; Th.3.58, αὐθένται Ἀμύκοιο A.R.2.754, ἐπ' αὐθένταισιν οὐκ [[ἀμήχανος]] (σκύλαξ) <i>SHell</i>.977.15<br /><b class="num">•</b>de crímenes en la misma familia αὐ. παίδων ... ἐμῶν E.<i>HF</i> 1359, τέκν' αὐθέντου πάρα τίκτειν E.<i>Andr</i>.172, αὐθένται γονεῖς [[LXX]] <i>Sap</i>.12.6.<br /><b class="num">2</b> [[suicida]] αὐ. προσκαταγνωσθείς Antipho 3.3.4, φαρμάκῳ ... καὶ ξίφει αὐ. D.C.37.13.4, cf. Phryn.89.<br /><b class="num">II</b><b class="num">1</b>[[autor]], [[responsable]] τῆς πράξεως Plb.22.14.2, τῆς ἱεροσυλίας D.S.16.61.<br /><b class="num">2</b> [[el que tiene autoridad o dominio]] en algo, [[maestro]], [[oficial]] τὸ κοινὸν τῶν αὐθεντῶν <i>PLeit</i>.13.21 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[maestro]], [[soberano]]: <i>uatum ... autenta</i> Fulg.102.19, <i>secretorum au</i>. Fulg.163.10, αὐθέντα Ἥλιε <i>PMag</i>.13.258<br /><b class="num">•</b>αὐθένται τῶν νόμων iuris doctores</i>, <i>Gloss</i>.2.94, <i>paterfamilias</i>, <i>Gloss</i>.3.304; cf. [[αὐτάντας]].<br /><b class="num">B</b> como adj.<br /><b class="num">1</b> [[parricida]], [[que comporta parricidio]] ὅμαιμος αὐ. φόνος A.<i>Eu</i>.212, θάνατοι A.<i>A</i>.1573, αὐ. καὶ παλαμναῖος χείρ Them.<i>Or</i>.4.56c.<br /><b class="num">2</b> [[oficial]], [[jefe]] βιβλιοφύλακες <i>SB</i> 7.404.45 (II d.C.), στιπουργός <i>PGrenf</i>.2.86.8 (VI d.C.).<br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de [[αὐτός]] y un tema *ἔντης, de la misma raíz, que [[ἀνύω]] q.u. Tb. ha podido influir θείνω en el sent.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. autenta</i> Fulg.102.19, 163.10<br /><b class="num">A</b> como subst.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[responsable de una muerte]], [[asesino]], [[homicida]] ἐγὼ ... μήτε αὐτῷ εἴην [[αὐθέντης]] Hdt.1.117, αὐθεντῶν χέρες E.<i>Rh</i>.873, παρὰ τοῖς αὐθένταις πατέρας ... καταλείψετε; Th.3.58, αὐθένται Ἀμύκοιο A.R.2.754, ἐπ' αὐθένταισιν οὐκ [[ἀμήχανος]] (σκύλαξ) <i>SHell</i>.977.15<br /><b class="num">•</b>de crímenes en la misma familia αὐ. παίδων ... ἐμῶν E.<i>HF</i> 1359, τέκν' αὐθέντου πάρα τίκτειν E.<i>Andr</i>.172, αὐθένται γονεῖς [[LXX]] <i>Sap</i>.12.6.<br /><b class="num">2</b> [[suicida]] αὐ. προσκαταγνωσθείς Antipho 3.3.4, φαρμάκῳ ... καὶ ξίφει αὐ. D.C.37.13.4, cf. Phryn.89.<br /><b class="num">II</b><b class="num">1</b>[[autor]], [[responsable]] τῆς πράξεως Plb.22.14.2, τῆς ἱεροσυλίας D.S.16.61.<br /><b class="num">2</b> [[el que tiene autoridad o dominio]] en algo, [[maestro]], [[oficial]] τὸ κοινὸν τῶν αὐθεντῶν <i>PLeit</i>.13.21 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[maestro]], [[soberano]]: <i>uatum ... autenta</i> Fulg.102.19, <i>secretorum au</i>. Fulg.163.10, αὐθέντα Ἥλιε <i>PMag</i>.13.258<br /><b class="num">•</b>αὐθένται τῶν νόμων iuris doctores</i>, <i>Gloss</i>.2.94, <i>paterfamilias</i>, <i>Gloss</i>.3.304; cf. [[αὐτάντας]].<br /><b class="num">B</b> como adj.<br /><b class="num">1</b> [[parricida]], [[que comporta parricidio]] ὅμαιμος αὐ. φόνος A.<i>Eu</i>.212, θάνατοι A.<i>A</i>.1573, αὐ. καὶ παλαμναῖος χείρ Them.<i>Or</i>.4.56c.<br /><b class="num">2</b> [[oficial]], [[jefe]] βιβλιοφύλακες <i>SB</i> 7.404.45 (II d.C.), στιπουργός <i>PGrenf</i>.2.86.8 (VI d.C.).<br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de [[αὐτός]] y un tema *ἔντης, de la misma raíz, que [[ἀνύω]] q.u. Tb. ha podido influir θείνω en el sent.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui accomplit de sa main un meurtre, meurtrier;<br /><b>2</b> que l'on accomplit de sa main : [[αὐθέντης]] [[θάνατος]], [[φόνος]] ESCHL meurtre accompli sur qqn par la main d'un propre parent.<br />'''Étymologie:''' contr. de [[αὐτοέντης]] de [[αὐτός]], [[ἁνύω]] (DELG).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐθέντης''': -ου, ὁ, συνεσταλμένον ἐκ τοῦ [[αὐτοέντης]], ([[ὅπερ]] μεταχειρίζεται ὁ Σοφ.), ὁ πράττων τι ἰδίαις χερσίν, [[αὐτόχειρ]] [[φονεύς]], [[ὅκως]]... [[μήτε]] θυγατρὶ τῇ σῇ [[μήτε]] αὐτῷ σοι [[εἴην]] [[αὐθέντης]] Ἡρόδ. 1. 117, Εὐρ. Ρῆσ. 873, Θουκ. 3. 58· τινὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1359: - ὁ ἑαυτὸν ἀποκτείνων, [[αὐτόχειρ]], Ἀντιφῶν 122, ἐν τέλ.: γενικώτερον, ἡ [[λέξις]] τίθεται καὶ ἐπὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ φονεύσαντός τινα, Εὐρ. Ἀνδρ. 172. 2) ὁ [[πρωτουργός]], ὁ πραγματικὸς ἐκτελεστὴς οἱασδήποτε πράξεως, Πολύβ. 23. 14. 2. Διόδ. 16. 61· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 120. 3) [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], [[δεσπότης]], Χρησμ. Σιβυλλ. 7. 69., 8. 309· (ἀντὶ τοῦ [[δῆμος]] [[αὐθέντης]] χθονὸς ἐν Εὐρ. Ἱκ. 442, ὁ Markland διορθοῖ [[εὐθυντής]]). ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[αὐθέντης]] [[φόνος]], αὐθένται θάνατοι, [[φόνος]] ἐκτελεσθεὶς ὑπό τινος τῶν ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας, Αἰσχύλ. Εὐμ. 212, Ἀγ. 1572. - Ἐπίρρ. αὐθεντῶς (παρὰ τοὺς κανόνας τῆς Ἑλλ. γλωσσ.), εὕρηται ἐν Εὐστ. Πονημ. 40. 51, κ. ἀλλ. (Τὸ δεύτερον συνθετικὸν τῆς λέξεως ἕντης, [[ὅπερ]] [[ὡσαύτως]] φαίνεται ἐν τῷ «[[συνέντης]]· συνεργὸς» παρ’ Ἡσυχίῳ, ἀπωλέσθη).
|lstext='''αὐθέντης''': -ου, ὁ, συνεσταλμένον ἐκ τοῦ [[αὐτοέντης]], ([[ὅπερ]] μεταχειρίζεται ὁ Σοφ.), ὁ πράττων τι ἰδίαις χερσίν, [[αὐτόχειρ]] [[φονεύς]], [[ὅκως]]... [[μήτε]] θυγατρὶ τῇ σῇ [[μήτε]] αὐτῷ σοι [[εἴην]] [[αὐθέντης]] Ἡρόδ. 1. 117, Εὐρ. Ρῆσ. 873, Θουκ. 3. 58· τινὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1359: - ὁ ἑαυτὸν ἀποκτείνων, [[αὐτόχειρ]], Ἀντιφῶν 122, ἐν τέλ.: γενικώτερον, ἡ [[λέξις]] τίθεται καὶ ἐπὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ φονεύσαντός τινα, Εὐρ. Ἀνδρ. 172. 2) ὁ [[πρωτουργός]], ὁ πραγματικὸς ἐκτελεστὴς οἱασδήποτε πράξεως, Πολύβ. 23. 14. 2. Διόδ. 16. 61· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 120. 3) [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], [[δεσπότης]], Χρησμ. Σιβυλλ. 7. 69., 8. 309· (ἀντὶ τοῦ [[δῆμος]] [[αὐθέντης]] χθονὸς ἐν Εὐρ. Ἱκ. 442, ὁ Markland διορθοῖ [[εὐθυντής]]). ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[αὐθέντης]] [[φόνος]], αὐθένται θάνατοι, [[φόνος]] ἐκτελεσθεὶς ὑπό τινος τῶν ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας, Αἰσχύλ. Εὐμ. 212, Ἀγ. 1572. - Ἐπίρρ. αὐθεντῶς (παρὰ τοὺς κανόνας τῆς Ἑλλ. γλωσσ.), εὕρηται ἐν Εὐστ. Πονημ. 40. 51, κ. ἀλλ. (Τὸ δεύτερον συνθετικὸν τῆς λέξεως ἕντης, [[ὅπερ]] [[ὡσαύτως]] φαίνεται ἐν τῷ «[[συνέντης]]· συνεργὸς» παρ’ Ἡσυχίῳ, ἀπωλέσθη).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui accomplit de sa main un meurtre, meurtrier;<br /><b>2</b> que l'on accomplit de sa main : [[αὐθέντης]] [[θάνατος]], [[φόνος]] ESCHL meurtre accompli sur qqn par la main d'un propre parent.<br />'''Étymologie:''' contr. de [[αὐτοέντης]] de [[αὐτός]], [[ἁνύω]] (DELG).
}}
}}
{{grml
{{grml