ἀρύω: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>f.</i> ἀρύσω, <i>ao.</i> [[ἤρυσα]], <i>pf.</i> [[ἤρυκα]];<br />puiser : [[ἀπό]] τινος dans un vase, à une source, <i>etc.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> ἀρύομαι puiser pour soi : [[ἀπό]] τινος, ἔκ τινος, τινος à qch (à l'eau d'une source, d'un fleuve, <i>etc.</i>) ; <i>fig.</i> ἄ. πλοῦτον PLUT gagner une fortune.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. sûre -- Babiniotis pê apparenté à [[εὑρίσκω]].
|btext=<span class="bld">1</span><i>f.</i> ἀρύσω, <i>ao.</i> [[ἤρυσα]], <i>pf.</i> [[ἤρυκα]];<br />puiser : [[ἀπό]] τινος dans un vase, à une source, <i>etc.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> ἀρύομαι puiser pour soi : [[ἀπό]] τινος, ἔκ τινος, τινος à qch (à l'eau d'une source, d'un fleuve, <i>etc.</i>) ; <i>fig.</i> ἄ. πλοῦτον PLUT gagner une fortune.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. sûre -- Babiniotis pê apparenté à [[εὑρίσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρύω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. [[черпать]] (ἀπὸ τῆς φιάλης Xen.; med. ἀπὸ ποταμοῦ Hes., Xen. и ἐκ ποταμοῦ Plat.; ὑδάτων Her.; ὑδάτων [[πῶμα]] Eur.; ἀγγείῳ Plut.): ἐκ Διὸς ἀ. Plat. получать вдохновение от Зевса; ἀρύσασθαι μαντικῆς Plut. преисполниться пророческим даром;<br /><b class="num">2)</b> med. [[захватывать]], [[собирать]] (τὸν Γαλατικὸς πλοῦτον Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρύω:''' Αττ. [[ἀρύτω]] <i>[ῠ]</i>, παρατ. [[ἤρυον]], αόρ. αʹ <i>ἤρῠσα</i> — Μέσ. μέλ. ἀρύσομαι [ῠ], αόρ. αʹ <i>ἠρῠσάμην</i>, Επικ. μτχ. <i>ἀρυσσάμενος</i> — Παθ. αόρ. αʹ ἠρύθην [ῠ]· [[αντλώ]] [[νερό]] ή οποιοδήποτε [[άλλο]] [[υγρό]], ἀρυσσάμενος ποταμῶν [[ἄπο]], έχω τραβήξει, αντλήσει [[νερό]] από τα ποτάμια, σε Ησίοδ.· <i>ἀρύσασθαι ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ</i>, σε Ξεν.· με αιτ., ἀρύσασθαι [[πῶμα]], σε Ευρ.· με γεν. διαιρ., <i>ἀρύτεσθαι Νείλου ὑδάτων</i>, αντλεί από τα νερά του Νείλου, σε Αριστοφ.· <i>ἐςτὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου</i>, άντλησε από τις ακτίνες του ήλιου στον [[κόλπο]] του, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀρύω:''' Αττ. [[ἀρύτω]] <i>[ῠ]</i>, παρατ. [[ἤρυον]], αόρ. αʹ <i>ἤρῠσα</i> — Μέσ. μέλ. ἀρύσομαι [ῠ], αόρ. αʹ <i>ἠρῠσάμην</i>, Επικ. μτχ. <i>ἀρυσσάμενος</i> — Παθ. αόρ. αʹ ἠρύθην [ῠ]· [[αντλώ]] [[νερό]] ή οποιοδήποτε [[άλλο]] [[υγρό]], ἀρυσσάμενος ποταμῶν [[ἄπο]], έχω τραβήξει, αντλήσει [[νερό]] από τα ποτάμια, σε Ησίοδ.· <i>ἀρύσασθαι ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ</i>, σε Ξεν.· με αιτ., ἀρύσασθαι [[πῶμα]], σε Ευρ.· με γεν. διαιρ., <i>ἀρύτεσθαι Νείλου ὑδάτων</i>, αντλεί από τα νερά του Νείλου, σε Αριστοφ.· <i>ἐςτὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου</i>, άντλησε από τις ακτίνες του ήλιου στον [[κόλπο]] του, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρύω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. [[черпать]] (ἀπὸ τῆς φιάλης Xen.; med. ἀπὸ ποταμοῦ Hes., Xen. и ἐκ ποταμοῦ Plat.; ὑδάτων Her.; ὑδάτων [[πῶμα]] Eur.; ἀγγείῳ Plut.): ἐκ Διὸς ἀ. Plat. получать вдохновение от Зевса; ἀρύσασθαι μαντικῆς Plut. преисполниться пророческим даром;<br /><b class="num">2)</b> med. [[захватывать]], [[собирать]] (τὸν Γαλατικὸς πλοῦτον Plut.).
}}
}}
{{etym
{{etym