Anonymous

ἀρύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0364.png Seite 364]] fut. [[ἀρύσω]], schöpfen, Wasser herausschöpfen, Hes. Sc. 301; auch im med., Op. 548; att. Form, Ar. Nub. 273; med., ἐκ τοῦ κρατῆρος Plat. Critia 120 a; ἐκ τῶν ποταμῶν [[μέλι]] καὶ [[γάλα]] ἀρύτονται Ion. 534 a; ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Xen. Cyr. 1, 2. 8; übtr., ψυχὴν ἀπὸ στηθέων Ap. Rh. 3, 1015. Uebh., sich erwerben, μισθόν, πλοῦτον, Sp., wie Plut. Bei Arat. Dios. 14, ὠκεανοῦ ἀρύονται, sie schöpfen sich heraus, tauchen auf aus dem Ocean.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0364.png Seite 364]] fut. [[ἀρύσω]], schöpfen, Wasser herausschöpfen, Hes. Sc. 301; auch im med., Op. 548; att. Form, Ar. Nub. 273; med., ἐκ τοῦ κρατῆρος Plat. Critia 120 a; ἐκ τῶν ποταμῶν [[μέλι]] καὶ [[γάλα]] ἀρύτονται Ion. 534 a; ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Xen. Cyr. 1, 2. 8; übtr., ψυχὴν ἀπὸ στηθέων Ap. Rh. 3, 1015. Uebh., sich erwerben, μισθόν, πλοῦτον, Sp., wie Plut. Bei Arat. Dios. 14, ὠκεανοῦ ἀρύονται, sie schöpfen sich heraus, tauchen auf aus dem Ocean.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>f.</i> ἀρύσω, <i>ao.</i> [[ἤρυσα]], <i>pf.</i> [[ἤρυκα]];<br />puiser : [[ἀπό]] τινος dans un vase, à une source, <i>etc.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> ἀρύομαι puiser pour soi : [[ἀπό]] τινος, ἔκ τινος, τινος à qch (à l'eau d'une source, d'un fleuve, <i>etc.</i>) ; <i>fig.</i> ἄ. πλοῦτον PLUT gagner une fortune.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. sûre -- Babiniotis pê apparenté à [[εὑρίσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρύω''': Σιμων. 55. Ἀττ. ἀρύτω [ῠ], Πλάτ. Φαῖδρ. 253Α (πρβλ. [[ἀνύω]], [[ἀνύτω]]): παρατ. ἤρυον Ἡσ. Ἀσπ. 301: ἀόρ. ἤρῠσα Φερεκρ. ἐν «Πετάλῃ» 5, Ξεν.: ― Μέσ., ἀρύτομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 272, ἀρύομαι Ἀνθ., κτλ. (πρβλ. [[ἀρύσσομαι]]): μέλλ. ἀρύσομαι Ἀνθ. Π. 9. 230, Λουκ.: ἀόρ. ἠρῠσάμην Πλούτ.· εὐκτ. ἀρῠσαίμην Εὐρ. Ἱππ. 210 (λυρ.), ἀπαρ. ἀρύσασθαι Ξεν., μετ. ἀρῠσάμενος Ἡρόδ., Ἐπ. ἀρυσσάμενος Ἡσ.: ― Παθ., ἀόρ. ἠρύθην, ἀπαρῠθεὶς Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 6, 6· [[ὡσαύτως]], ἠρύσθην Ἱππ. 244. 44 καὶ 49, Πλούτ. 2. 690C· ἀντλῶ [[ὕδωρ]] ἢ οἱονδήποτε [[ἄλλο]] ὑγρόν, οἵγε μὲν ἐτράπεον, τοὶ δ’ ἤρυον, οἱ μὲν ἐπάτουν τὰς σταφυλὰς οἱ δὲ ἐλάμβανον τὸ [[γλεῦκος]] ἐκ τοῦ ὑποληνίου, Ἡσ. Ἀσ. 301· ἀρυόντεσσιν... [[ὕδωρ]] Σιμων. 55· ἐκ πιθῶνος ἤρυσαν ἄκρατον Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀρύσαντες ἀπ’ αὐτῆς (τῆς φιάλης) τῷ κυάθῳ Ξεν. Κύρ. 1. 3. 9· μεταφ., κἂν ἐκ Διὸς ἀρύτωσιν, καὶ ἂν ἐκ τοῦ Διὸς λαμβάνωσιν ἔμπνευσιν, Πλάτ. Φαῖδρ. 253Α. ΙΙ. Μέσ. ἀντλῶ, [[λαμβάνω]] [[ὕδωρ]] (δι’ ἐμαυτόν), ἀρυσάμενος ποταμῶν ἄπο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 548· σφῶν ἀρύτεσθαι Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 5· ἀρύσασθαι ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8· μετ’ αἰτ., ἀρύσασθαι ὑδάτων [[πῶμα]] Εὐρ. Ἱππ. 210· ἀρ. ἐκ τῶν ποταμῶν [[μέλι]] καὶ [[γάλα]] Πλάτ. Ἴων 534Α· μετὰ γεν. διαιρετ., ἀρύτεσθαι Νείλου ὑδάτων, ἀντλεῖν ἐκ τῶν ὑδάτων τοῦ Νείλου, Ἀριστοφ. Νεφ. 272· [[οὕτως]], ἐς τὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου, ἀντλήσας ([[οὕτως]] εἰπεῖν) ἐκ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου εἰς τὸν κόλπον [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 8. 137· μεταφ., ἀρ. μαντικῆς Πλούτ. 2. 411F. 2) Ἐν Ἀράτῳ 746, ἐπὶ ἀστέρων, ὠκεανοῦ ἀρύονται, ἀνασύρουσιν ἑαυτούς, δηλ. ἀνατέλλουσιν ἐκ τοῦ ὠκεανοῦ, [[ἔνθα]] ὁ Βουττμ. καὶ Schneid. αἴρονται. 3) ἀρυτήμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. ἀρύτημι) Ἀλκαῖος παρ’ Ἀθην. 38Ε (47 Bgk.) ἐκ διορθ. Seidl. ἀντὶ τοῦ ἀρητύμενοι.
|lstext='''ἀρύω''': Σιμων. 55. Ἀττ. ἀρύτω [ῠ], Πλάτ. Φαῖδρ. 253Α (πρβλ. [[ἀνύω]], [[ἀνύτω]]): παρατ. ἤρυον Ἡσ. Ἀσπ. 301: ἀόρ. ἤρῠσα Φερεκρ. ἐν «Πετάλῃ» 5, Ξεν.: ― Μέσ., ἀρύτομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 272, ἀρύομαι Ἀνθ., κτλ. (πρβλ. [[ἀρύσσομαι]]): μέλλ. ἀρύσομαι Ἀνθ. Π. 9. 230, Λουκ.: ἀόρ. ἠρῠσάμην Πλούτ.· εὐκτ. ἀρῠσαίμην Εὐρ. Ἱππ. 210 (λυρ.), ἀπαρ. ἀρύσασθαι Ξεν., μετ. ἀρῠσάμενος Ἡρόδ., Ἐπ. ἀρυσσάμενος Ἡσ.: ― Παθ., ἀόρ. ἠρύθην, ἀπαρῠθεὶς Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 6, 6· [[ὡσαύτως]], ἠρύσθην Ἱππ. 244. 44 καὶ 49, Πλούτ. 2. 690C· ἀντλῶ [[ὕδωρ]] ἢ οἱονδήποτε [[ἄλλο]] ὑγρόν, οἵγε μὲν ἐτράπεον, τοὶ δ’ ἤρυον, οἱ μὲν ἐπάτουν τὰς σταφυλὰς οἱ δὲ ἐλάμβανον τὸ [[γλεῦκος]] ἐκ τοῦ ὑποληνίου, Ἡσ. Ἀσ. 301· ἀρυόντεσσιν... [[ὕδωρ]] Σιμων. 55· ἐκ πιθῶνος ἤρυσαν ἄκρατον Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀρύσαντες ἀπ’ αὐτῆς (τῆς φιάλης) τῷ κυάθῳ Ξεν. Κύρ. 1. 3. 9· μεταφ., κἂν ἐκ Διὸς ἀρύτωσιν, καὶ ἂν ἐκ τοῦ Διὸς λαμβάνωσιν ἔμπνευσιν, Πλάτ. Φαῖδρ. 253Α. ΙΙ. Μέσ. ἀντλῶ, [[λαμβάνω]] [[ὕδωρ]] (δι’ ἐμαυτόν), ἀρυσάμενος ποταμῶν ἄπο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 548· σφῶν ἀρύτεσθαι Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 5· ἀρύσασθαι ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8· μετ’ αἰτ., ἀρύσασθαι ὑδάτων [[πῶμα]] Εὐρ. Ἱππ. 210· ἀρ. ἐκ τῶν ποταμῶν [[μέλι]] καὶ [[γάλα]] Πλάτ. Ἴων 534Α· μετὰ γεν. διαιρετ., ἀρύτεσθαι Νείλου ὑδάτων, ἀντλεῖν ἐκ τῶν ὑδάτων τοῦ Νείλου, Ἀριστοφ. Νεφ. 272· [[οὕτως]], ἐς τὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου, ἀντλήσας ([[οὕτως]] εἰπεῖν) ἐκ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου εἰς τὸν κόλπον [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 8. 137· μεταφ., ἀρ. μαντικῆς Πλούτ. 2. 411F. 2) Ἐν Ἀράτῳ 746, ἐπὶ ἀστέρων, ὠκεανοῦ ἀρύονται, ἀνασύρουσιν ἑαυτούς, δηλ. ἀνατέλλουσιν ἐκ τοῦ ὠκεανοῦ, [[ἔνθα]] ὁ Βουττμ. καὶ Schneid. αἴρονται. 3) ἀρυτήμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. ἀρύτημι) Ἀλκαῖος παρ’ Ἀθην. 38Ε (47 Bgk.) ἐκ διορθ. Seidl. ἀντὶ τοῦ ἀρητύμενοι.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>f.</i> ἀρύσω, <i>ao.</i> [[ἤρυσα]], <i>pf.</i> [[ἤρυκα]];<br />puiser : [[ἀπό]] τινος dans un vase, à une source, <i>etc.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> ἀρύομαι puiser pour soi : [[ἀπό]] τινος, ἔκ τινος, τινος à qch (à l'eau d'une source, d'un fleuve, <i>etc.</i>) ; <i>fig.</i> ἄ. πλοῦτον PLUT gagner une fortune.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. sûre -- Babiniotis pê apparenté à [[εὑρίσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml