3,258,393
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> [[ὤμνυν]], <i>f.</i> [[ὀμοῦμαι]], <i>réc.</i> [[ὀμόσω]], <i>ao.</i> [[ὤμοσα]], <i>pf.</i> [[ὀμώμοκα]];<br /><i>Pass. f.</i> [[ὀμοσθήσομαι]], <i>ao.</i> [[ὠμόθην]], <i>pf.</i> [[ὀμώμομαι]] <i>et</i> [[ὀμώμοσμαι]];<br /><b>1</b> jurer : ὅρκον [[ὀμόσαι]] prononcer un serment ὀμν. τινί, ὀμν. ὅρκον τινί, [[πρός]] τινα, faire un serment à qqn;<br /><b>2</b> invoquer comme témoin d’un serment, jurer par : ὀμν. Ζῆνα EUR, θεόν ISOCR jurer par Zeus, par un dieu, Διὸς [[κάρα]] ESCHL par la tête de Zeus, Στυγὸς [[ὕδωρ]] IL par l'eau du Styx, <i>etc.</i><br /><b>3</b> affirmer <i>ou</i> promettre par serment, acc. : σπονδάς THC, τὴν εἰρήνην DÉM confirmer par un serment <i>ou</i> jurer un traité, la paix.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. pas sûrement établie. | |btext=<i>impf.</i> [[ὤμνυν]], <i>f.</i> [[ὀμοῦμαι]], <i>réc.</i> [[ὀμόσω]], <i>ao.</i> [[ὤμοσα]], <i>pf.</i> [[ὀμώμοκα]];<br /><i>Pass. f.</i> [[ὀμοσθήσομαι]], <i>ao.</i> [[ὠμόθην]], <i>pf.</i> [[ὀμώμομαι]] <i>et</i> [[ὀμώμοσμαι]];<br /><b>1</b> jurer : ὅρκον [[ὀμόσαι]] prononcer un serment ὀμν. τινί, ὀμν. ὅρκον τινί, [[πρός]] τινα, faire un serment à qqn;<br /><b>2</b> invoquer comme témoin d’un serment, jurer par : ὀμν. Ζῆνα EUR, θεόν ISOCR jurer par Zeus, par un dieu, Διὸς [[κάρα]] ESCHL par la tête de Zeus, Στυγὸς [[ὕδωρ]] IL par l'eau du Styx, <i>etc.</i><br /><b>3</b> affirmer <i>ou</i> promettre par serment, acc. : σπονδάς THC, τὴν εἰρήνην DÉM confirmer par un serment <i>ou</i> jurer un traité, la paix.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. pas sûrement établie. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄμνῡμι:''' и [[ὀμνύω]] (fut. [[ὀμοῦμαι]] - поздн. [[ὀμόσω]] и ὀμόσομαι; impf. ὤμνῡν и ὤμνῠον; aor. [[ὤμοσα]] - эп. ὄμοσ(σ)α, pf. [[ὀμώμοκα]], ppf. [[ὠμωμόκειν]] и ὀμωμόκειν; pass.: aor. ὠμό(σ)[[θην]], fut. [[ὀμοσθήσομαι]], pf. ὀμώμο(σ)μαι; эп. 2 л. sing. imper. praes. ὄμνῠθι)<br /><b class="num">1)</b> (тж. ὀ. ὅρκον Hom., Thuc. etc.) приносить клятву, клясться: ὀ. τινά (τι) Eur. etc., [[κατά]] τινος Dem. etc., τινί, εἴς τι и ἔν τινι NT клясться кем(чем)-л.; ὄμνυμι (ὅρκον) τινί или πρός τινα Hom. давать клятву кому-л.; [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὀμώμοσται Eur. именем Зевса принесена клятва; ὀμώμοται [[ὅρκος]] ἐκ [[θεῶν]] Aesch. (самими) богами дана клятва; [[ἐπίορκον]] ὄμνυμι Hom. давать ложную клятву;<br /><b class="num">2)</b> [[клятвенно обещать]], [[заверять клятвой]], [[клятвенно обязаться соблюдать]] (σπονδάς Thuc.; εἰρήνην Dem.): εῖπον ὀμόσας ἄν Plat. я готов клятвенно заявить. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄμνῡμι:''' και [[ὀμνύω]]· προστ. [[ὄμνυθι]] και [[ὄμνυ]]· γʹ πληθ. <i>ὀμνύντων</i>, γʹ ενικ. (από ενεστ. [[ὀμνύω]]) <i>ὀμνυέτω</i>· παρατ. [[ὤμνυν]], μέλ. [[ὀμοῦμαι]], <i>-εῖ</i>, <i>-εῖται</i>, μεταγεν. [[ὀμόσω]]· αόρ. αʹ [[ὤμοσα]], Επικ. [[ὤμοσσα]], <i>ὄμοσα</i>, <i>-οσσα</i>· παρακ. [[ὀμώμοκα]], υπερσ. <i>ὀμωμόκειν</i> — Παθ., μέλ. [[ὀμοσθήσομαι]], αόρ. αʹ <i>ὠμόσθην</i>, γʹ ενικ. παρακ. <i>ὀμώμοται</i> ή <i>ὀμώμοσται</i>, μτχ. <i>ὀμωμοσμένος</i>·<br /><b class="num">I.</b> ορκίζομαι, σε Όμηρ.· με σύστ. αιτ., ὀμνυέτω δέ [[τοι]] ὅρκον, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὅτις]] κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ, [[οποιοσδήποτε]] κι αν ψευδορκήσει, στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ορκίζομαι για [[κάτι]], [[επιβεβαιώνω]] ή [[επικυρώνω]] με όρκο, ενόρκως, [[ταῦτα]] δ' ἐγὼν [[ἐθέλω]] [[ὀμόσαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὄμν. τὴν εἰρήνην</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> ακολουθ. από απαρ. μέλ., ορκίζομαι ότι θα..., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· [[συχνά]] με το <i>ἦ μὲν</i> ή (στην Αττ.) το ἦ [[μήν]], να προηγείται του απαρ., [[καί]] μοι ὄμοσσον ἦ [[μέν]] μοι ἀρήξειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, με απαρ. αορ. και <i>ἄν</i>, σε Ξεν.· ακολουθ. από απαρ. ενεστ., ορκίζομαι ότι κάνω [[κάτι]], σε Σοφ.· με απαρ. παρακ. ορκίζομαι ότι δεν, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[εἰπεῖν]] ὀμόσας, [[προβάλλω]] ισχυρισμό παίρνοντας όρκο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> με αιτ. προσ. ή πράγμ. στο οποίο [[κάποιος]] ορκίζεται, ορκίζομαι σε, [[ὀμόσαι]] Στυγὸς [[ὕδωρ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὀμωμοκὼς τοὺς θεούς</i>, σε Δημ.· [[σπανίως]] με δοτ., <i>τῷ δ' ἄρ' ὄμνυτ'</i>, σε Αριστοφ. — Παθ., ὀμώμοσται [[Ζεύς]], έχει γίνει όρκος στο όνομα του [[Δία]], έχει επικληθεί σαν [[μάρτυρας]] ο Δίας, σε Ευρ. | |lsmtext='''ὄμνῡμι:''' και [[ὀμνύω]]· προστ. [[ὄμνυθι]] και [[ὄμνυ]]· γʹ πληθ. <i>ὀμνύντων</i>, γʹ ενικ. (από ενεστ. [[ὀμνύω]]) <i>ὀμνυέτω</i>· παρατ. [[ὤμνυν]], μέλ. [[ὀμοῦμαι]], <i>-εῖ</i>, <i>-εῖται</i>, μεταγεν. [[ὀμόσω]]· αόρ. αʹ [[ὤμοσα]], Επικ. [[ὤμοσσα]], <i>ὄμοσα</i>, <i>-οσσα</i>· παρακ. [[ὀμώμοκα]], υπερσ. <i>ὀμωμόκειν</i> — Παθ., μέλ. [[ὀμοσθήσομαι]], αόρ. αʹ <i>ὠμόσθην</i>, γʹ ενικ. παρακ. <i>ὀμώμοται</i> ή <i>ὀμώμοσται</i>, μτχ. <i>ὀμωμοσμένος</i>·<br /><b class="num">I.</b> ορκίζομαι, σε Όμηρ.· με σύστ. αιτ., ὀμνυέτω δέ [[τοι]] ὅρκον, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὅτις]] κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ, [[οποιοσδήποτε]] κι αν ψευδορκήσει, στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ορκίζομαι για [[κάτι]], [[επιβεβαιώνω]] ή [[επικυρώνω]] με όρκο, ενόρκως, [[ταῦτα]] δ' ἐγὼν [[ἐθέλω]] [[ὀμόσαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὄμν. τὴν εἰρήνην</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> ακολουθ. από απαρ. μέλ., ορκίζομαι ότι θα..., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· [[συχνά]] με το <i>ἦ μὲν</i> ή (στην Αττ.) το ἦ [[μήν]], να προηγείται του απαρ., [[καί]] μοι ὄμοσσον ἦ [[μέν]] μοι ἀρήξειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, με απαρ. αορ. και <i>ἄν</i>, σε Ξεν.· ακολουθ. από απαρ. ενεστ., ορκίζομαι ότι κάνω [[κάτι]], σε Σοφ.· με απαρ. παρακ. ορκίζομαι ότι δεν, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[εἰπεῖν]] ὀμόσας, [[προβάλλω]] ισχυρισμό παίρνοντας όρκο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> με αιτ. προσ. ή πράγμ. στο οποίο [[κάποιος]] ορκίζεται, ορκίζομαι σε, [[ὀμόσαι]] Στυγὸς [[ὕδωρ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὀμωμοκὼς τοὺς θεούς</i>, σε Δημ.· [[σπανίως]] με δοτ., <i>τῷ δ' ἄρ' ὄμνυτ'</i>, σε Αριστοφ. — Παθ., ὀμώμοσται [[Ζεύς]], έχει γίνει όρκος στο όνομα του [[Δία]], έχει επικληθεί σαν [[μάρτυρας]] ο Δίας, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |