Anonymous

ὄμνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0332.png Seite 332]] fut. [[ὀμοῦμαι]], selten ὀμόσω, Strat. 43 (XII, 201), Plut. Cic. 23, ὀμόσομαι, Philop. 11, lakonisch [[ὀμιώμεθα]], Ar. Lys. 183, aor. ὤμοσα, perf. ὀμώμοκα, pass. ὀμώμοσμαι, ὀμώμοσται, Eur. Rhes. 816, Arist. rhet. 1, 15, auch ὀμώμοται, Aesch. Ag. 1251; Ar. Lys. 1007; Dem. 20, 159; ὀμώμονται Andoc. 1, 98, ὀμωμοσμένος Dem. 22, 4 u. Arist. a. a. O., aor. ὠμόσθην Xen. Hell. 7, 4, 10, gew. ὠμόθην, Isae. 2, 40; – [[schwören]], sowohl absol., ὤμνυε δ' ὡς ἐκέλευε, θεοὺς δ' ὀνόμηνεν ἅπαντας, Il. 14, 278, als auch ὅρκον, den Eid schwören, ὀανυέτω δέ τοι ὅρκον, 19, 175 u. öfter, wie Pind. Ol. 6, 20; [[ὅτις]] κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ, Il. 3, 279, wer einen Meineid schwören sollte; Hes. O. 284 Th. 232; aber auch [[ταῦτα]] δ' ἐγὼν [[ἐθέλω]] [[ὀμόσσαι]], das will ich beschwören, Il. 19, 187. – Daher pass.; ὀμώμοται γὰρ [[ὅρκος]] ἐκ θεῶν [[μέγας]], Aesch. Ag. 1257; ὅρκο υς ὀμνὺς ψευδεῖς, Plat. Legg. XI, 917 a; auch τὰς σπονδάς, Thuc. 5, 47; ὅρκοι ὀμοσθήσονται, Andoc. 3, 34; – [[πρός]] τινα, wie wir sagen »Einem Etwas zuschwören«, Od. 14, 331. 19, 288; – mit dem accus. des Gottes, bei dem man schwört, Ἔννοσίγαιον ὄμνυθι, Il. 23, 585, νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς [[ὕδωρ]], 14, 271; so ὄμνυσι δ' αἰχμήν, Aesch. Spt. 511; ὄμνυ [[Διός]] νυν [[κάρα]], Soph. Trach. 1175; σεμνὴν Ἄρτεμιν, Eur. Hipp. 713, öfter; auch pass., Ζεὺς ὀμώμοσται [[πατήρ]], ist beim Schwur angerufen, Rhes. 816; [[ὄμνυμι]] θεῶν πίστεις, Thuc. 5, 30; μηδένα θεῶν, Isocr. 1, 23, bei keinem der Götter schwören, keinen im Schwur anrufen; – τινί, Einem schwören, ὀμώμοκα γὰρ αὐτῷ, Plat. Charm. 157 c; πάντες τούτοις ὤμοσαν βοηθήσειν, Legg. III, 683 d; Xen., der auch ὀμνύοντες sagt, Conv. 4, 10; ὤμνυε κατ' ἐξωλείας μηδὲν εἰρηκέναι, Dem. 21, 119 (s. [[ἐξώλεια]]); auch κατὰ τῶν παίδων ὀμνύς, 54, 40, u. καθ' ἱερῶν ὀμνύναι (s. unter [[κατά]] I, 4), wie noch Luc. sagt κατὰ τῆς Πολιάδος ὤμοσα μὴ εἰληφέναι, Conviv. 32. – Die Worte des Schwures werden häufig mit ἦ μήν eingeleitet, s. diese Partikeln. – Über den inf. aor. statt fut. s. Lob. zu Phryn. 750. – S. noch [[ὀμόω]]. – Wahrscheinlich mit [[ὁμός]] zusammenhangend, durch einen Eid verbinden, verpflichten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0332.png Seite 332]] fut. [[ὀμοῦμαι]], selten ὀμόσω, Strat. 43 (XII, 201), Plut. Cic. 23, ὀμόσομαι, Philop. 11, lakonisch [[ὀμιώμεθα]], Ar. Lys. 183, aor. ὤμοσα, perf. ὀμώμοκα, pass. ὀμώμοσμαι, ὀμώμοσται, Eur. Rhes. 816, Arist. rhet. 1, 15, auch ὀμώμοται, Aesch. Ag. 1251; Ar. Lys. 1007; Dem. 20, 159; ὀμώμονται Andoc. 1, 98, ὀμωμοσμένος Dem. 22, 4 u. Arist. a. a. O., aor. ὠμόσθην Xen. Hell. 7, 4, 10, gew. ὠμόθην, Isae. 2, 40; – [[schwören]], sowohl absol., ὤμνυε δ' ὡς ἐκέλευε, θεοὺς δ' ὀνόμηνεν ἅπαντας, Il. 14, 278, als auch ὅρκον, den Eid schwören, ὀανυέτω δέ τοι ὅρκον, 19, 175 u. öfter, wie Pind. Ol. 6, 20; [[ὅτις]] κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ, Il. 3, 279, wer einen Meineid schwören sollte; Hes. O. 284 Th. 232; aber auch [[ταῦτα]] δ' ἐγὼν [[ἐθέλω]] [[ὀμόσσαι]], das will ich beschwören, Il. 19, 187. – Daher pass.; ὀμώμοται γὰρ [[ὅρκος]] ἐκ θεῶν [[μέγας]], Aesch. Ag. 1257; ὅρκο υς ὀμνὺς ψευδεῖς, Plat. Legg. XI, 917 a; auch τὰς σπονδάς, Thuc. 5, 47; ὅρκοι ὀμοσθήσονται, Andoc. 3, 34; – [[πρός]] τινα, wie wir sagen »Einem Etwas zuschwören«, Od. 14, 331. 19, 288; – mit dem accus. des Gottes, bei dem man schwört, Ἔννοσίγαιον ὄμνυθι, Il. 23, 585, νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς [[ὕδωρ]], 14, 271; so ὄμνυσι δ' αἰχμήν, Aesch. Spt. 511; ὄμνυ [[Διός]] νυν [[κάρα]], Soph. Trach. 1175; σεμνὴν Ἄρτεμιν, Eur. Hipp. 713, öfter; auch pass., Ζεὺς ὀμώμοσται [[πατήρ]], ist beim Schwur angerufen, Rhes. 816; [[ὄμνυμι]] θεῶν πίστεις, Thuc. 5, 30; μηδένα θεῶν, Isocr. 1, 23, bei keinem der Götter schwören, keinen im Schwur anrufen; – τινί, Einem schwören, ὀμώμοκα γὰρ αὐτῷ, Plat. Charm. 157 c; πάντες τούτοις ὤμοσαν βοηθήσειν, Legg. III, 683 d; Xen., der auch ὀμνύοντες sagt, Conv. 4, 10; ὤμνυε κατ' ἐξωλείας μηδὲν εἰρηκέναι, Dem. 21, 119 (s. [[ἐξώλεια]]); auch κατὰ τῶν παίδων ὀμνύς, 54, 40, u. καθ' ἱερῶν ὀμνύναι (s. unter [[κατά]] I, 4), wie noch Luc. sagt κατὰ τῆς Πολιάδος ὤμοσα μὴ εἰληφέναι, Conviv. 32. – Die Worte des Schwures werden häufig mit ἦ μήν eingeleitet, s. diese Partikeln. – Über den inf. aor. statt fut. s. Lob. zu Phryn. 750. – S. noch [[ὀμόω]]. – Wahrscheinlich mit [[ὁμός]] zusammenhangend, durch einen Eid verbinden, verpflichten.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ὤμνυν]], <i>f.</i> [[ὀμοῦμαι]], <i>réc.</i> [[ὀμόσω]], <i>ao.</i> [[ὤμοσα]], <i>pf.</i> [[ὀμώμοκα]];<br /><i>Pass. f.</i> [[ὀμοσθήσομαι]], <i>ao.</i> [[ὠμόθην]], <i>pf.</i> [[ὀμώμομαι]] <i>et</i> [[ὀμώμοσμαι]];<br /><b>1</b> jurer : ὅρκον [[ὀμόσαι]] prononcer un serment ὀμν. τινί, ὀμν. ὅρκον τινί, [[πρός]] τινα, faire un serment à qqn;<br /><b>2</b> invoquer comme témoin d’un serment, jurer par : ὀμν. Ζῆνα EUR, θεόν ISOCR jurer par Zeus, par un dieu, Διὸς [[κάρα]] ESCHL par la tête de Zeus, Στυγὸς [[ὕδωρ]] IL par l'eau du Styx, <i>etc.</i><br /><b>3</b> affirmer <i>ou</i> promettre par serment, acc. : σπονδάς THC, τὴν εἰρήνην DÉM confirmer par un serment <i>ou</i> jurer un traité, la paix.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. pas sûrement établie.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄμνῡμι''': Πίνδ. καὶ Τραγ.: προστ. ὄμνῠθι Ἰλ. Ψ. 585, ὄμνῡ Σοφ. Τρ. 1185, Εὐρ., Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 6. 86· γ΄ πληθ. ὀμνύντων Σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 47· παρατ. ὤμνυν Ἀριστοφ. Ὄρν. 520, Ἐκκλ. 823, Δημ. κλ.· [[ὡσαύτως]] (ἐκ τοῦ ἐνεστ. ὀμνύω): γ΄ ἑνικ. προστ. ὀμνυέτω Ἰλ. Τ. 175: - παρατ. ὤμνυον Ξ. 278, Σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 19, 24· - (ὡς ἐνεστ. ὁριστ. οἱ Τραγ. καὶ ὁ Ἀριστοφ. μεταχειρίζονται μόνον τὸ [[ὄμνυμι]], ὁ δὲ Ἡρόδ. καὶ οἱ Ἀττικοὶ πεζογράφοι χρῶνται καὶ τῷ ὀμνύω, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Τυραννίδι» 1. 9, καὶ ἐν τῇ Νέᾳ κωμῳδίᾳ, ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 729· παρ’ Ἡρόδ. 1. 153 ὀμνύντες ἐκ διορθώσεως τοῦ Βεκκήρ. καὶ Δινδ. ἀντὶ τοῦ ἀμφιβόλου τύπου ὀμοῦντες)· - μέλλ. [[ὀμοῦμαι]], -εῖ, -εῖται, Ἰλ. Α. 233, Ἀριστοφ. Νεφ. 246, Λυσ. 193, Ξεν., κλ.: Δωρ. α΄ πληθ. [[ὀμιώμεθα]] Ἀριστοφ. Λυσ. 183· παρὰ μεταγεν. μέλλ. ὀμόσω Ἀνθ. Π. 12. 201, Πλουτ. Κικ. 23, κτλ.: - ἀόρ. ὤμοσα Ὀδ. Δ. 253, Ἀττ.: Ἐπικ. ὤμοσσα Ἰλ. Υ. 313· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] αὐξήσ. ὄμοσα, -οσσα, Τ. 113. Κ. 328· - πρκμ. [[ὀμώμοκα]] Εὐρ. Ἱππ. 612, Ἀριστοφ., κλ.: ὑπερσ. ὀμωμόκειν (ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ διαφ. γραφ. ὠμ-) Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 35, Δημ. 114. 21., 443. 17. - Μέσ., Παυσ. 40. 26, 3· ἀλλαχοῦ ἐν συνθέτοις ἀντ-, ἀπ-, ὑπ-: - Παθ., μέλλ. ὀμοσθήσομαι Ἀνδοκ. 27. 43: ἀόρ. ὠμόσθην Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 0. (ὑπ-), Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 63. 7· ἀλλὰ ὠμόθην Ἰσαῖος «περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρ.» 40, (ὑπ-) Δημ. 1174. 8· - πρκμ. γ΄ ἑνικ. ὀμώμοται Αἰσχύλ. Ἀγ. 1290, ὀμώμοσται Εὐρ. Ρῆσ. 816, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 3· γ΄ πληθ. ὀμώμονται Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 19· μετοχ. ὀμωμοσμένος Δήμ. 79. 9., 594. 17· ἀλλὰ ὠμοσμένος Διον. Ἁλ. 10. 22, Ἀππ., κλ. Ὁρκίζομαι, Ὅμ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὀμνυέτω δὲ τοι ὅρκον Ἰλ. Τ. 175, κτλ.· ὅ τις κ’ ἐπίορκον ὀμόσσῃ Γ. 279· ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 280 μετὰ δοτ. προσ., νῦν μοι ὄμοσσον... ὅρκον Ἰλ. Τ. 108, 175, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[πρός]] τινα Ὀδ. Ξ. 331, Τ. 288. - Παθ., ὀμώμοται γάρ [[ὅρκος]] ἐκ θεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1290· ὅρκων ὀμωσαμένων Δημ. 79. 9. ΙΙ. ὁρκίζομαι διά τι, βεβαιῶ τι ἐνόρκως, 1) ἑπομένης αἰτ., [[ταῦτα]] δ’ [[ἐγών]] [[ἐθέλω]] [[ὀμόσαι]] Ἰλ. Τ. 187, πρβλ. Ο. 40, Σοφ. Ο. Κ. 1145, Ξεν. Ἀγησ. 1, 11· ὄμν. τὰς σπονδὰς Σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 47· τὴν εἰρήνην Δημ. 236. 8· θεῶν πίστεις τινὶ Θουκ. 5. 30, κτλ. - Παθ., εἰ ὀμώμοσται [[οὗτος]] (δηλ. ὁ [[ὅρκος]]) Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 27, πρβλ. 32. 2) ἑπομένου μέλλ ἀπαρ., ὁρκίζομαι ὅτι θὰ..., Ἰλ. Φ. 373, κτλ., πρβλ. Σοφ. Φ. 623, 941· - [[συχνάκις]] μετὰ τοῦ ἧ μὲν ἢ (παρ’ Ἀττ.) ἦ μὴν τιθεμένου πρὸ τοῦ ἀπαρεμφ., καί μοι ὄμοσσον ἦ μὲν μοι... ἀρήξειν Ἰλ. Α. 76, πρβλ. Κ. 321, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., Λυσ. 186. 42, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 26, κτλ.· - ἀλλὰ καὶ μετ’ ἀπαρ. ἀορ. μετὰ τοῦ ἄν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 7, 40· - ἑπομένου ἀπαρεμφ. ἐνεστ., ὁρκίζομαι ὅτι [[κάμνω]] τι, ὀμνύντες βλέπειν τὸν οὐκέτ’ [[ὄντα]] ζῶντ’ Ἀχιλλέα [[πάλιν]] Σοφ. Φιλ. 357· - μετ’ ἀπαρ. πρκμ., ὁρκίζομαι ὅτι δὲν ..., Δημ. 553. 17· ὤμνυς μὴ γεγονέναι [[Μάγνης]] ἐν «Πυτ(Τιτ)ακίδῃ» 1· μετ’ ἀπαρ’ ἀορ., ὁρκίζομαι ὅτι ἔκαμά τι, ὀμνύουσι μὴ ’κπιεῖν ἀλλ’ ἦ μίαν Φερεκράτης ἐν «Τυραννίδι» 1. 9, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 179· ἀλλὰ τὸ ἀπαρέμφ. τοῦ ἀορ. [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει μετὰ σημασίας μέλλοντος [[ἄνευ]] τοῦ ἄν, Ἡρόδ. 5.106, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 3, Δημ. 677, 16· ἴδε Λοβ. Φρύν. 750· -σπανίως μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ὁμόσαι χρὴ τοῦθ’, ὅτι..., Θέογν. 659· -[[ἐνίοτε]] ἡ [[πρότασις]] ἐκφέρεται καθ’ ὁριστικήν, ὁμνύω..., ἦ μὴν ἐγὼ ἐθυόμην Ξεν. Ἀν. 5. 10, 31· ὄμνυμί σοι..., οὐκ [[ἤθελον]]..., Θεόκρ. 30. 22. 3) ἀπολ., εἰπεῖν ὀμόσας, εἰπεῖν μεθ’ ὅρκου, Πλάτ. Συμπ. 245D ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. τοῦ προσώπου ἢ πράγματος εἰς ὅ τις ὁρκίζεται, νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς [[ὕδωρ]] Ἰλ. Ξ. 271. γαιήοχον Ἐννοσίγαιον ὄμνυθι Ψ. 585· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 5. 7, Αἰσχύλ. Θήβ. 529, Σοφ. Τρ. 1185, κτλ.· ὀμωμοκὼς τοὺς θεοὺς Δημ. 301. 1· [[ὄμνυμι]] θεοὺς καὶ θεάς, ἑπομένου ἀπαρεμφ., Ξεν. Ἀν. 6. 6, 17· - σπανίως μετὰ δοτ., τῷ δ’ ἄρ’ ὄμνυτ’; ἢ σιδαρέοισι; Ἀριστοφ. Νεφ. 248· - παρὰ πεζογράφοις καὶ μετὰ προθέσεων, ὀμν. κατά τινος Ἀνδοκ. 13. 20, Θουκ. 5. 47, Δημ. 553. 17· κατά τινα Λουκ. Συμπ. 32· εἴς τινα Πλουτ. Ὄθων 10· ἐπί τινος Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. 458. - Παθ., ὀμώμοσται Ζεύς, ἔχει γίνῃ [[ὅρκος]] εἰς τὸ [[ὄνομα]] τοῦ [[Διός]], Εὐρ. Ρῆσ. 816, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1241.
|lstext='''ὄμνῡμι''': Πίνδ. καὶ Τραγ.: προστ. ὄμνῠθι Ἰλ. Ψ. 585, ὄμνῡ Σοφ. Τρ. 1185, Εὐρ., Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 6. 86· γ΄ πληθ. ὀμνύντων Σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 47· παρατ. ὤμνυν Ἀριστοφ. Ὄρν. 520, Ἐκκλ. 823, Δημ. κλ.· [[ὡσαύτως]] (ἐκ τοῦ ἐνεστ. ὀμνύω): γ΄ ἑνικ. προστ. ὀμνυέτω Ἰλ. Τ. 175: - παρατ. ὤμνυον Ξ. 278, Σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 19, 24· - (ὡς ἐνεστ. ὁριστ. οἱ Τραγ. καὶ ὁ Ἀριστοφ. μεταχειρίζονται μόνον τὸ [[ὄμνυμι]], ὁ δὲ Ἡρόδ. καὶ οἱ Ἀττικοὶ πεζογράφοι χρῶνται καὶ τῷ ὀμνύω, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Τυραννίδι» 1. 9, καὶ ἐν τῇ Νέᾳ κωμῳδίᾳ, ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 729· παρ’ Ἡρόδ. 1. 153 ὀμνύντες ἐκ διορθώσεως τοῦ Βεκκήρ. καὶ Δινδ. ἀντὶ τοῦ ἀμφιβόλου τύπου ὀμοῦντες)· - μέλλ. [[ὀμοῦμαι]], -εῖ, -εῖται, Ἰλ. Α. 233, Ἀριστοφ. Νεφ. 246, Λυσ. 193, Ξεν., κλ.: Δωρ. α΄ πληθ. [[ὀμιώμεθα]] Ἀριστοφ. Λυσ. 183· παρὰ μεταγεν. μέλλ. ὀμόσω Ἀνθ. Π. 12. 201, Πλουτ. Κικ. 23, κτλ.: - ἀόρ. ὤμοσα Ὀδ. Δ. 253, Ἀττ.: Ἐπικ. ὤμοσσα Ἰλ. Υ. 313· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] αὐξήσ. ὄμοσα, -οσσα, Τ. 113. Κ. 328· - πρκμ. [[ὀμώμοκα]] Εὐρ. Ἱππ. 612, Ἀριστοφ., κλ.: ὑπερσ. ὀμωμόκειν (ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ διαφ. γραφ. ὠμ-) Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 35, Δημ. 114. 21., 443. 17. - Μέσ., Παυσ. 40. 26, 3· ἀλλαχοῦ ἐν συνθέτοις ἀντ-, ἀπ-, ὑπ-: - Παθ., μέλλ. ὀμοσθήσομαι Ἀνδοκ. 27. 43: ἀόρ. ὠμόσθην Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 0. (ὑπ-), Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 63. 7· ἀλλὰ ὠμόθην Ἰσαῖος «περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρ.» 40, (ὑπ-) Δημ. 1174. 8· - πρκμ. γ΄ ἑνικ. ὀμώμοται Αἰσχύλ. Ἀγ. 1290, ὀμώμοσται Εὐρ. Ρῆσ. 816, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 3· γ΄ πληθ. ὀμώμονται Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 19· μετοχ. ὀμωμοσμένος Δήμ. 79. 9., 594. 17· ἀλλὰ ὠμοσμένος Διον. Ἁλ. 10. 22, Ἀππ., κλ. Ὁρκίζομαι, Ὅμ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὀμνυέτω δὲ τοι ὅρκον Ἰλ. Τ. 175, κτλ.· ὅ τις κ’ ἐπίορκον ὀμόσσῃ Γ. 279· ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 280 μετὰ δοτ. προσ., νῦν μοι ὄμοσσον... ὅρκον Ἰλ. Τ. 108, 175, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[πρός]] τινα Ὀδ. Ξ. 331, Τ. 288. - Παθ., ὀμώμοται γάρ [[ὅρκος]] ἐκ θεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1290· ὅρκων ὀμωσαμένων Δημ. 79. 9. ΙΙ. ὁρκίζομαι διά τι, βεβαιῶ τι ἐνόρκως, 1) ἑπομένης αἰτ., [[ταῦτα]] δ’ [[ἐγών]] [[ἐθέλω]] [[ὀμόσαι]] Ἰλ. Τ. 187, πρβλ. Ο. 40, Σοφ. Ο. Κ. 1145, Ξεν. Ἀγησ. 1, 11· ὄμν. τὰς σπονδὰς Σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 47· τὴν εἰρήνην Δημ. 236. 8· θεῶν πίστεις τινὶ Θουκ. 5. 30, κτλ. - Παθ., εἰ ὀμώμοσται [[οὗτος]] (δηλ. ὁ [[ὅρκος]]) Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 27, πρβλ. 32. 2) ἑπομένου μέλλ ἀπαρ., ὁρκίζομαι ὅτι θὰ..., Ἰλ. Φ. 373, κτλ., πρβλ. Σοφ. Φ. 623, 941· - [[συχνάκις]] μετὰ τοῦ ἧ μὲν ἢ (παρ’ Ἀττ.) ἦ μὴν τιθεμένου πρὸ τοῦ ἀπαρεμφ., καί μοι ὄμοσσον ἦ μὲν μοι... ἀρήξειν Ἰλ. Α. 76, πρβλ. Κ. 321, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., Λυσ. 186. 42, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 26, κτλ.· - ἀλλὰ καὶ μετ’ ἀπαρ. ἀορ. μετὰ τοῦ ἄν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 7, 40· - ἑπομένου ἀπαρεμφ. ἐνεστ., ὁρκίζομαι ὅτι [[κάμνω]] τι, ὀμνύντες βλέπειν τὸν οὐκέτ’ [[ὄντα]] ζῶντ’ Ἀχιλλέα [[πάλιν]] Σοφ. Φιλ. 357· - μετ’ ἀπαρ. πρκμ., ὁρκίζομαι ὅτι δὲν ..., Δημ. 553. 17· ὤμνυς μὴ γεγονέναι [[Μάγνης]] ἐν «Πυτ(Τιτ)ακίδῃ» 1· μετ’ ἀπαρ’ ἀορ., ὁρκίζομαι ὅτι ἔκαμά τι, ὀμνύουσι μὴ ’κπιεῖν ἀλλ’ ἦ μίαν Φερεκράτης ἐν «Τυραννίδι» 1. 9, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 179· ἀλλὰ τὸ ἀπαρέμφ. τοῦ ἀορ. [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει μετὰ σημασίας μέλλοντος [[ἄνευ]] τοῦ ἄν, Ἡρόδ. 5.106, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 3, Δημ. 677, 16· ἴδε Λοβ. Φρύν. 750· -σπανίως μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ὁμόσαι χρὴ τοῦθ’, ὅτι..., Θέογν. 659· -[[ἐνίοτε]] ἡ [[πρότασις]] ἐκφέρεται καθ’ ὁριστικήν, ὁμνύω..., ἦ μὴν ἐγὼ ἐθυόμην Ξεν. Ἀν. 5. 10, 31· ὄμνυμί σοι..., οὐκ [[ἤθελον]]..., Θεόκρ. 30. 22. 3) ἀπολ., εἰπεῖν ὀμόσας, εἰπεῖν μεθ’ ὅρκου, Πλάτ. Συμπ. 245D ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. τοῦ προσώπου ἢ πράγματος εἰς ὅ τις ὁρκίζεται, νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς [[ὕδωρ]] Ἰλ. Ξ. 271. γαιήοχον Ἐννοσίγαιον ὄμνυθι Ψ. 585· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 5. 7, Αἰσχύλ. Θήβ. 529, Σοφ. Τρ. 1185, κτλ.· ὀμωμοκὼς τοὺς θεοὺς Δημ. 301. 1· [[ὄμνυμι]] θεοὺς καὶ θεάς, ἑπομένου ἀπαρεμφ., Ξεν. Ἀν. 6. 6, 17· - σπανίως μετὰ δοτ., τῷ δ’ ἄρ’ ὄμνυτ’; ἢ σιδαρέοισι; Ἀριστοφ. Νεφ. 248· - παρὰ πεζογράφοις καὶ μετὰ προθέσεων, ὀμν. κατά τινος Ἀνδοκ. 13. 20, Θουκ. 5. 47, Δημ. 553. 17· κατά τινα Λουκ. Συμπ. 32· εἴς τινα Πλουτ. Ὄθων 10· ἐπί τινος Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. 458. - Παθ., ὀμώμοσται Ζεύς, ἔχει γίνῃ [[ὅρκος]] εἰς τὸ [[ὄνομα]] τοῦ [[Διός]], Εὐρ. Ρῆσ. 816, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1241.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ὤμνυν]], <i>f.</i> [[ὀμοῦμαι]], <i>réc.</i> [[ὀμόσω]], <i>ao.</i> [[ὤμοσα]], <i>pf.</i> [[ὀμώμοκα]];<br /><i>Pass. f.</i> [[ὀμοσθήσομαι]], <i>ao.</i> [[ὠμόθην]], <i>pf.</i> [[ὀμώμομαι]] <i>et</i> [[ὀμώμοσμαι]];<br /><b>1</b> jurer : ὅρκον [[ὀμόσαι]] prononcer un serment ὀμν. τινί, ὀμν. ὅρκον τινί, [[πρός]] τινα, faire un serment à qqn;<br /><b>2</b> invoquer comme témoin d’un serment, jurer par : ὀμν. Ζῆνα EUR, θεόν ISOCR jurer par Zeus, par un dieu, Διὸς [[κάρα]] ESCHL par la tête de Zeus, Στυγὸς [[ὕδωρ]] IL par l'eau du Styx, <i>etc.</i><br /><b>3</b> affirmer <i>ou</i> promettre par serment, acc. : σπονδάς THC, τὴν εἰρήνην DÉM confirmer par un serment <i>ou</i> jurer un traité, la paix.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. pas sûrement établie.
}}
}}
{{Slater
{{Slater