κερδογαμώ: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(20)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κερδογαμῶ, -έω (Α)<br />παντρεύομαι για να αποκομίσω [[κέρδος]] («λευκώλενον [[λίνον]] κερδογαμεῑς<br />ἐπὶ τῶν αἰσχρὰς ἐπὶ κέρδει γαμούντων» — παροιμ. για όσους παντρεύονται άσχημες γυναίκες με σκοπό το [[κέρδος]], Διογενιαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κερδόγαμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]] <span style="color: red;">+</span> [[γαμώ]] «νυμφεύομαι»].
|mltxt=κερδογαμῶ, -έω (Α)<br />παντρεύομαι για να αποκομίσω [[κέρδος]] («λευκώλενον [[λίνον]] κερδογαμεῖς<br />ἐπὶ τῶν αἰσχρὰς ἐπὶ κέρδει γαμούντων» — παροιμ. για όσους παντρεύονται άσχημες γυναίκες με σκοπό το [[κέρδος]], Διογενιαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κερδόγαμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]] <span style="color: red;">+</span> [[γαμώ]] «νυμφεύομαι»].
}}
}}

Latest revision as of 09:07, 13 October 2022

Greek Monolingual

κερδογαμῶ, -έω (Α)
παντρεύομαι για να αποκομίσω κέρδος («λευκώλενον λίνον κερδογαμεῖς
ἐπὶ τῶν αἰσχρὰς ἐπὶ κέρδει γαμούντων» — παροιμ. για όσους παντρεύονται άσχημες γυναίκες με σκοπό το κέρδος, Διογενιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερδόγαμος < κέρδος + γαμώ «νυμφεύομαι»].