κερδογαμώ

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

κερδογαμῶ, -έω (Α)
παντρεύομαι για να αποκομίσω κέρδος («λευκώλενον λίνον κερδογαμεῖς
ἐπὶ τῶν αἰσχρὰς ἐπὶ κέρδει γαμούντων» — παροιμ. για όσους παντρεύονται άσχημες γυναίκες με σκοπό το κέρδος, Διογενιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερδόγαμος < κέρδος + γαμώ «νυμφεύομαι»].