ομοταγής: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(28)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁμοταγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ταχθεί στην [[ίδια]] [[σειρά]] ή στην [[ίδια]] [[γραμμή]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στην [[ίδια]] [[τάξη]] με κάποιον<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁμοταγεῑς, οἱ ἐν τῷ αὐτῷ τάγματι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοταγώς</i> (ΑΜ ὁμοταγῶς)<br /><b>1.</b> [[κατά]] την [[ίδια]] [[σειρά]] ή [[κατά]] την [[ίδια]] [[τάξη]]<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο ομοταγή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ταγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταγ</i>- του [[τάσσω]], <b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>τάγ</i>-<i>ην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεσο</i>-<i>ταγής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁμοταγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ταχθεί στην [[ίδια]] [[σειρά]] ή στην [[ίδια]] [[γραμμή]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στην [[ίδια]] [[τάξη]] με κάποιον<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁμοταγεῖς, οἱ ἐν τῷ αὐτῷ τάγματι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοταγώς</i> (ΑΜ ὁμοταγῶς)<br /><b>1.</b> [[κατά]] την [[ίδια]] [[σειρά]] ή [[κατά]] την [[ίδια]] [[τάξη]]<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο ομοταγή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ταγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταγ</i>- του [[τάσσω]], <b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>τάγ</i>-<i>ην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεσο</i>-<i>ταγής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:10, 13 October 2022

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὁμοταγής, -ές)
1. αυτός που έχει ταχθεί στην ίδια σειρά ή στην ίδια γραμμή με άλλον ή με άλλους
2. αυτός που ανήκει στην ίδια τάξη με κάποιον
3. γραμμ. αυτός που συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὁμοταγεῖς, οἱ ἐν τῷ αὐτῷ τάγματι».
επίρρ...
ομοταγώς (ΑΜ ὁμοταγῶς)
1. κατά την ίδια σειρά ή κατά την ίδια τάξη
2. κατά τρόπο ομοταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ταγής (< θ. ταγ- του τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β' -τάγ-ην), πρβλ. μεσο-ταγής].