ομοταγής
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμοταγής, -ές)
1. αυτός που έχει ταχθεί στην ίδια σειρά ή στην ίδια γραμμή με άλλον ή με άλλους
2. αυτός που ανήκει στην ίδια τάξη με κάποιον
3. γραμμ. αυτός που συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὁμοταγεῖς, οἱ ἐν τῷ αὐτῷ τάγματι».
επίρρ...
ομοταγώς (ΑΜ ὁμοταγῶς)
1. κατά την ίδια σειρά ή κατά την ίδια τάξη
2. κατά τρόπο ομοταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ταγής (< θ. ταγ- του τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-τάγ-ην), πρβλ. μεσοταγής].