ὁμοταγής
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
ὁμοταγές,
A ranged in the same row or line, Euc.12.12; of lines of vision, ὄψεις Gal.UP10.12, cf. Hero Dioptr.35; parallel, of streets, Orib.9.20.1.
2 coordinate with, τινι Jul.Or.4.144d, cf. Heliod.in EN59.13, Iamb.Comm.Math.14, Procl.Inst.21,108, Dam. Pr.37. Adv. ὁμοταγῶς ib.119.
German (Pape)
[Seite 340] ές, gleichgeordnet, Sp., wie Nicom. arith. 1, 19; auch im adv. – Bei den Gramm. gleichconstruirt.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοτᾰγής: -ές, ὁ τεταγμένος ἐν τῇ αὐτῇ σειρᾷ ἢ γραμμῇ, Εὐκλείδ. 12, 12, τ. 3, σ. 175 ἐν τέλ.: - ὁ ἀνήκων εἰς τὴν αὐτὴν τάξιν μετά τινος, τινι Ἰουλιαν. 144D. 2) ὁ ὁμοίως συντασσόμενος, Γραμμ. 3) ὁ ἐν τῷ αὐτῷ τάγματι, Ἡσύχ.· - ὁμοταγία, ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ ὁμοταγής, Μαξ. Ὁμολ. Σχόλ. 196Β. - Ἐπίρρ. ὁμοταγῶς, κατὰ τὴν αὐτὴν τάξιν ἢ σειράν, Νικόμαχ. 97.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμοταγής, -ές)
1. αυτός που έχει ταχθεί στην ίδια σειρά ή στην ίδια γραμμή με άλλον ή με άλλους
2. αυτός που ανήκει στην ίδια τάξη με κάποιον
3. γραμμ. αυτός που συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὁμοταγεῖς, οἱ ἐν τῷ αὐτῷ τάγματι».
επίρρ...
ομοταγώς (ΑΜ ὁμοταγῶς)
1. κατά την ίδια σειρά ή κατά την ίδια τάξη
2. κατά τρόπο ομοταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ταγής (< θ. ταγ- του τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-τάγ-ην), πρβλ. μεσοταγής].