σιτώ: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=σιτῶ, -έω, ΝΜΑ [[σῑτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παρέχω]] [[τροφή]], [[σιτίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρώω]] [[μέρος]] από ένα όλο («[[καρύων]] καὶ σύκων..., ἀφ' ὧν ὁ [[πρεσβύτης]] ἐσιτεῑτο», Ηλιόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] το μέσ.) <i>σιτοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /><b>1.</b> [[τρώω]]<br /><b>2.</b> τρέφομαι με [[κάτι]], σιτίζομαι («σιτέονται... ἰχθῡς μοῦν
|mltxt=σιτῶ, -έω, ΝΜΑ [[σῑτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παρέχω]] [[τροφή]], [[σιτίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρώω]] [[μέρος]] από ένα όλο («[[καρύων]] καὶ σύκων..., ἀφ' ὧν ὁ [[πρεσβύτης]] ἐσιτεῖτο», Ηλιόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] το μέσ.) <i>σιτοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /><b>1.</b> [[τρώω]]<br /><b>2.</b> τρέφομαι με [[κάτι]], σιτίζομαι («σιτέονται... ἰχθῡς μοῦν
ον», <b>Ηρόδ.</b>).
ον», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 13 October 2022

Greek Monolingual

σιτῶ, -έω, ΝΜΑ σῑτος
νεοελλ.
παρέχω τροφή, σιτίζω
μσν.-αρχ.
τρώω μέρος από ένα όλο («καρύων καὶ σύκων..., ἀφ' ὧν ὁ πρεσβύτης ἐσιτεῖτο», Ηλιόδ.)
αρχ.
(κυρίως το μέσ.) σιτοῦμαι, -έομαι
1. τρώω
2. τρέφομαι με κάτι, σιτίζομαι («σιτέονται... ἰχθῡς μοῦν ον», Ηρόδ.).