οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
P. and V. συμφορά, ἡ, κακόν, τό, σφάλμα, τό, πάθος, τό, πάθημα, τό, P. ἀτυχία, ἡ, ατύχημα, τό, δυστυχία, ἡ, δυστύχημα, τό, πταῖσμα, τό.