ρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(36)
 
(CSV import)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] [[κάτι]] από τους ρύπους, από τις ακαθαρσίες που έχει<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[πλένω]] [[κάτι]] με [[σαπούνι]] ή με [[σταχτόνερο]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι» — αφ' ότου άρχισα να πλύνομαι, [[δηλαδή]] από την παιδική μου [[ηλικία]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥύπος]] <span style="color: red;">+</span> ενεστωτικό [[επίθημα]] <i>y</i><sup>e/</sup><i>°</i>-, πιθ. [[κατά]] το [[νίπτω]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] [[κάτι]] από τους ρύπους, από τις ακαθαρσίες που έχει<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[πλένω]] [[κάτι]] με [[σαπούνι]] ή με [[σταχτόνερο]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι» — αφ' ότου άρχισα να πλύνομαι, [[δηλαδή]] από την παιδική μου [[ηλικία]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥύπος]] <span style="color: red;">+</span> ενεστωτικό [[επίθημα]] <i>y</i><sup>e/</sup><i>°</i>-, πιθ. [[κατά]] το [[νίπτω]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[καθαρίζω]], πλένω). Ἀπό τό ρύπος.<br><b>Παράγωγα:</b> ρύμμα (=[[αὐτό]] πού χρησιμεύει γιά πλύσιμο τῶν ρούχων, [[ἀκαθαρσία]]), ρυπτικός, ρυπτήρ, ρύπτειρα, ρύψις (=[[καθαρισμός]]), [[ἀπόρρυψις]].
}}
}}

Revision as of 14:00, 14 October 2022

Greek Monolingual

Α
1. καθαρίζω κάτι από τους ρύπους, από τις ακαθαρσίες που έχει
2. (ιδίως) πλένω κάτι με σαπούνι ή με σταχτόνερο
3. παροιμ. φρ. «ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι» — αφ' ότου άρχισα να πλύνομαι, δηλαδή από την παιδική μου ηλικία (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + ενεστωτικό επίθημα ye/°-, πιθ. κατά το νίπτω.

Mantoulidis Etymological

(=καθαρίζω, πλένω). Ἀπό τό ρύπος.
Παράγωγα: ρύμμα (=αὐτό πού χρησιμεύει γιά πλύσιμο τῶν ρούχων, ἀκαθαρσία), ρυπτικός, ρυπτήρ, ρύπτειρα, ρύψις (=καθαρισμός), ἀπόρρυψις.