ρύπτω

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source

Greek Monolingual

Α
1. καθαρίζω κάτι από τους ρύπους, από τις ακαθαρσίες που έχει
2. (ιδίως) πλένω κάτι με σαπούνι ή με σταχτόνερο
3. παροιμ. φρ. «ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι» — αφ' ότου άρχισα να πλύνομαι, δηλαδή από την παιδική μου ηλικία (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + ενεστωτικό επίθημα ye/°-, πιθ. κατά το νίπτω.

Mantoulidis Etymological

(=καθαρίζω, πλένω). Ἀπό τό ρύπος.
Παράγωγα: ρύμμα (=αὐτό πού χρησιμεύει γιά πλύσιμο τῶν ρούχων, ἀκαθαρσία), ρυπτικός, ρυπτήρ, ρύπτειρα, ρύψις (=καθαρισμός), ἀπόρρυψις.