νηλιφής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
(27)
m (pape replacement)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηλιφής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν έχει αλειφθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλιφής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αλιφ</i>- μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του [[ἀλείφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μιλτ</i>-<i>ηλιφής</i>].
|mltxt=[[νηλιφής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν έχει αλειφθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλιφής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αλιφ</i>- μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του [[ἀλείφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μιλτ</i>-<i>ηλιφής</i>].
}}
{{pape
|ptext=ές (νη–, [[ἀλείφω]]), = [[ἀνηλιφής]] (?).
}}
}}

Revision as of 16:37, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

νηλιφής: -ές, = ἀνηλιφής, ἀνήλειπτος, ὁ μὴ ἀληλιμένος, μεταγεν.

Greek Monolingual

νηλιφής, -ές (Α)
αυτός που δεν έχει αλειφθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -αλιφής (< αλιφ- μηδενισμένη βαθμίδα του ἀλείφω), πρβλ. μιλτ-ηλιφής].

German (Pape)

ές (νη–, ἀλείφω), = ἀνηλιφής (?).