διάστατος: Difference between revisions
From LSJ
Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διάστατος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «πόλιν διάστατον» — [[πόλη]] της οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε [[διάσταση]], [[διχόνοια]]. | |mltxt=[[διάστατος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «πόλιν διάστατον» — [[πόλη]] της οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε [[διάσταση]], [[διχόνοια]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[voneinander]] [[stehend]], [[getrennt]]</i>, Plut.; dah. <i>[[veruneinigt]], [[verwirrt]]</i>; τὴν πόλιν [[βοῶν]] ποιείτω διάστατον Menand. bei Harp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 24 November 2022
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
distendu ; étendu dans l'espace.
Étymologie: διΐστημι.
Russian (Dvoretsky)
διάστᾰτος:
1) протяженный: τριχῆ δ. Plut., Diog. L. имеющий три измерения;
2) охваченный раздором (τὴν πόλιν διάστατον ποιεῖν Men.).
Greek (Liddell-Scott)
διάστᾰτος: -όν, διεστώς, διηρημένος, τὴν πόλιν βοῶν ποιείτω διάστατον Μένανδ. Χήρ. 2.
Greek Monolingual
διάστατος, -ον (Α)
φρ. «πόλιν διάστατον» — πόλη της οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε διάσταση, διχόνοια.
German (Pape)
voneinander stehend, getrennt, Plut.; dah. veruneinigt, verwirrt; τὴν πόλιν βοῶν ποιείτω διάστατον Menand. bei Harp.