καταθαρρύνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
(2b)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταθαρρύνω:''' арх. [[καταθαρσύνω]] ободрять (τινὰ πρὸς τὸ [[μέλλον]] Plut.); med. [[καταθρασύνομαι]] Luc. = [[καταθαρρέω]].
|elrutext='''καταθαρρύνω:''' арх. [[καταθαρσύνω]] ободрять (τινὰ πρὸς τὸ [[μέλλον]] Plut.); med. [[καταθρασύνομαι]] Luc. = [[καταθαρρέω]].
}}
{{pape
|ptext=altattisch [[καταθαρσύνω]], <i>gegen Einen [[ermutigen]]</i>, πρὸς τὸ μέλλον Plut. <i>Lucull</i>. 29.<br><b class="num">Med</b>. = [[καταθαρρέω]], Luc. <i>D. Mort</i>. 21.2 und andere Spätere
}}
}}

Latest revision as of 17:06, 24 November 2022

French (Bailly abrégé)

c. καταθαρσύνω.
Étymologie: κατά, θαρρύνω.

Russian (Dvoretsky)

καταθαρρύνω: арх. καταθαρσύνω ободрять (τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plut.); med. καταθρασύνομαι Luc. = καταθαρρέω.

German (Pape)

altattisch καταθαρσύνω, gegen Einen ermutigen, πρὸς τὸ μέλλον Plut. Lucull. 29.
Med. = καταθαρρέω, Luc. D. Mort. 21.2 und andere Spätere