μυακάνθινος: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
(26)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυακάνθινος]], -ίνη, -ον (Α) [[μυάκανθος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυάκανθο, τον ασπάραγο.
|mltxt=[[μυακάνθινος]], -ίνη, -ον (Α) [[μυάκανθος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυάκανθο, τον ασπάραγο.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[μυάκανθος]], Diosc.
}}
}}

Latest revision as of 17:06, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

μυακάνθινος: -η, -ον, ὁ τοῦ μυακάνθου, Ὀρειβάσ. Ι. 202. 2.

Greek Monolingual

μυακάνθινος, -ίνη, -ον (Α) μυάκανθος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυάκανθο, τον ασπάραγο.

German (Pape)

ὁ, = μυάκανθος, Diosc.