κοσμοπολῖτις: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=ο, θηλ. κοσμοπολίτισσα (ΑM κοσμοπολίτης, θηλ. κοσμοπολῖτις)<br />αυτός που δεν αναγνω...")
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[κοσμοπολίτισσα]] (ΑM [[κοσμοπολίτης]], θηλ. [[κοσμοπολῖτις]])<br />αυτός που δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερη [[πατρίδα]] και θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ταξιδέψει σε πολλές ξένες χώρες<br /><b>2.</b> αυτός του οποίου η ζωή [[είναι]] προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες<br /><b>μσν.</b><br />ο [[κάτοικος]] [[αυτού]] του κόσμου.
|mltxt=ο, θηλ. [[κοσμοπολίτισσα]] (ΑM [[κοσμοπολίτης]], θηλ. [[κοσμοπολῖτις]])<br />αυτός που δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερη [[πατρίδα]] και θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ταξιδέψει σε πολλές ξένες χώρες<br /><b>2.</b> αυτός του οποίου η ζωή [[είναι]] προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες<br /><b>μσν.</b><br />ο [[κάτοικος]] [[αυτού]] του κόσμου.
}}
{{pape
|ptext=ιδος, ἡ, fem. zu [[κοσμοπολίτης]], ψυχαί, Philo.
}}
}}

Latest revision as of 17:08, 24 November 2022

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοσμοπολίτισσα (ΑM κοσμοπολίτης, θηλ. κοσμοπολῖτις)
αυτός που δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερη πατρίδα και θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ταξιδέψει σε πολλές ξένες χώρες
2. αυτός του οποίου η ζωή είναι προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες
μσν.
ο κάτοικος αυτού του κόσμου.

German (Pape)

ιδος, ἡ, fem. zu κοσμοπολίτης, ψυχαί, Philo.