dificultad: Difference between revisions
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἔνστασις]], [[δυσπετής]], [[δυσεργής]], [[ἀτεραμνότης]], [[δυσχρήστημα]], [[δυσέργημα]], [[ἀπόρησις]], [[ | |sltx=[[ἔνστασις]], [[δυσπετής]], [[δυσεργής]], [[ἀτεραμνότης]], [[δυσχρήστημα]], [[δυσέργημα]], [[ἀπόρησις]], [[ἀνάντες]], [[δυσχέρεια]], [[δυσέργεια]], [[δυσκολία]], [[τὸ δύσκολον]], [[ἀσχολία]], [[διαπορία]], [[δυσχρηστία]], [[δυσχωρία]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 27 December 2022
Spanish > Greek
ἔνστασις, δυσπετής, δυσεργής, ἀτεραμνότης, δυσχρήστημα, δυσέργημα, ἀπόρησις, ἀνάντες, δυσχέρεια, δυσέργεια, δυσκολία, τὸ δύσκολον, ἀσχολία, διαπορία, δυσχρηστία, δυσχωρία