άφθα: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[άφτρα]], η (AM [[ἄφθα]], Μ και ἄφθρα)<br />[[αβαθής]] και επώδυνη [[έλκωση]] του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] της λέξεως με το ρ. [[άπτω]] αποτελεί πιθ. | |mltxt=και [[άφτρα]], η (AM [[ἄφθα]], Μ και [[ἄφθρα]])<br />[[αβαθής]] και επώδυνη [[έλκωση]] του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] της λέξεως με το ρ. [[άπτω]] αποτελεί πιθ. παρετυμολογία. Το νεοελλ. [[άφτρα]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>άφθρα</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[άφθα]]. <i>Ο</i> τ. [[άφθα]] έχει εισαχθεί και στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]] (<b>πρβλ.</b> νεολατιν. <i>aphtha</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:59, 27 April 2023
Greek Monolingual
και άφτρα, η (AM ἄφθα, Μ και ἄφθρα)
αβαθής και επώδυνη έλκωση του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός της λέξεως με το ρ. άπτω αποτελεί πιθ. παρετυμολογία. Το νεοελλ. άφτρα < μσν. άφθρα < αρχ. άφθα. Ο τ. άφθα έχει εισαχθεί και στην ξένη επιστημονική ορολογία (πρβλ. νεολατιν. aphtha)].