αβαθής
Greek Monolingual
-ές (Α ἀβαθής, -ές) βάθος
ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει βάθος σκέψης, επιπόλαιος, κούφος. — αβαθή, τα (κν. ρηχά νερά)
όρος της ναυτιλίας και της υδρογραφίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι ανωμαλίες του πυθμένα της θάλασσας (συνήθως πετρώδεις εξάρσεις), που βρίσκονται σε μικρό βάθος. Οι ανωμαλίες αυτές συναντώνται στις παράκτιες ζώνες, αλλά και στο ανοιχτό πέλαγος και είναι επικίνδυνες για τη ναυσιπλοΐα. Για τον λόγο αυτόν σημειώνονται στους ναυτικούς χάρτες με ειδικά σύμβολα, όσες μάλιστα από αυτές βρίσκονται στις προσβάσεις λιμανιών ή πάνω σε θαλάσσιες οδούς επισημαίνονται με σημαντήρες και φάρους. Τα αβαθή διαιρούνται σε δύο γενικές κατηγορίες: α) στα βραχέα (κν. πέτρες), που βρίσκονται σε ελάχιστο βάθος και παραμένουν συνεχώς κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και β) στις χοιράδες (επειδή μοιάζουν με τη ράχη χοίρου, κν. ξέρες), που στις αμπώτιδες ή κατά τη διάρκεια άλλων φαινομένων εμφανίζονται πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ανάλογα με τη σύσταση τους τα αβαθή διακρίνονται σε πετρώδη (ή βραχώδη), κοραλλιογενή, αμμώδη και ιλυώδη. Κυριότερες παραλλαγές τών αβαθών είναι: οι ύφαλοι, οι σκόπελοι, οι μύρμηκες (κν. μυρμήγκια), τα στήθη (κν. μπάγκοι), οι σπάθες, τα αμμώδη (αμμόλοφοι κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, κν. λένες) και οι σύρτεις.