πατροτροφέω: Difference between revisions

From LSJ

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
(6_22)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πατροτροφέω''': -ῶ, [[τρέφω]] τὸν πατέρα μου, Φωτίου νομοκάν. τίτλ. ΙΑ΄, κεφ. ιε΄ ἐν Συντ. καν. τ. 1, σ. 260.
|lstext='''πατροτροφέω''': -ῶ, [[τρέφω]] τὸν πατέρα μου, Φωτίου νομοκάν. τίτλ. ΙΑ΄, κεφ. ιε΄ ἐν Συντ. καν. τ. 1, σ. 260.
}}
{{grml
|mltxt=[[πατροτροφέω]], Μ<br />[[τρέφω]] τον [[πατέρα]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>τρόφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θηριο</i>-[[τροφώ]]].
}}
}}

Revision as of 14:11, 7 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

πατροτροφέω: -ῶ, τρέφω τὸν πατέρα μου, Φωτίου νομοκάν. τίτλ. ΙΑ΄, κεφ. ιε΄ ἐν Συντ. καν. τ. 1, σ. 260.

Greek Monolingual

πατροτροφέω, Μ
τρέφω τον πατέρα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -τροφῶ (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο-τροφώ].