πατροτροφέω
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Greek (Liddell-Scott)
πατροτροφέω: -ῶ, τρέφω τὸν πατέρα μου, Φωτίου νομοκάν. τίτλ. ΙΑ΄, κεφ. ιε΄ ἐν Συντ. καν. τ. 1, σ. 260.
Greek Monolingual
πατροτροφέω, Μ
τρέφω τον πατέρα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -τροφῶ (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριοτροφώ].