ετοιμόφλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμόφλεκτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), [[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>φλεκτος</i>].
|mltxt=[[ἑτοιμόφλεκτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), [[πρβλ]]. [[εύφλεκτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

ἑτοιμόφλεκτος, -ον (Μ)
αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύφλεκτος].