ετοιμόγεννος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και τοιμόγεννος, -η, -ο (Μ ἑτοιμόγεννος, -η, -ον)<br />(για γυναίκες και θηλ. ζώα) η έτοιμη να γεννήσει, η επίτοκη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γεννος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γέννα]]), [[πρβλ]]. <i>καλό</i>-<i>γεννος</i>].
|mltxt=και τοιμόγεννος, -η, -ο (Μ ἑτοιμόγεννος, -η, -ον)<br />(για γυναίκες και θηλ. ζώα) η έτοιμη να γεννήσει, η επίτοκη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γεννος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γέννα]]), [[πρβλ]]. [[καλόγεννος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:48, 8 May 2023

Greek Monolingual

και τοιμόγεννος, -η, -ο (Μ ἑτοιμόγεννος, -η, -ον)
(για γυναίκες και θηλ. ζώα) η έτοιμη να γεννήσει, η επίτοκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -γεννος (< γέννα), πρβλ. καλόγεννος].