χρειαζούμενος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[χρήσιμος]], [[αναγκαίος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τα χρειαζούμενα</i><br />α) τα απαραίτητα για την [[επιτέλεση]] ενός έργου («[[προτού]] φύγεις έλεγξε αν έχεις πάρει [[μαζί]] σου όλα τα χρειαζούμενα»)<br />β) τα αναγκαία για τον εξοπλισμό ενός σπιτιού έπιπλα και σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρειάζομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούμενος</i>, [[κατά]] τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρ. (<b>πρβλ.</b> <i>γραμματιζ</i>-<i>ούμενος</i>, <i>πετ</i>-<i>ούμενος</i>)].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[χρήσιμος]], [[αναγκαίος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τα χρειαζούμενα</i><br />α) τα απαραίτητα για την [[επιτέλεση]] ενός έργου («[[προτού]] φύγεις έλεγξε αν έχεις πάρει [[μαζί]] σου όλα τα χρειαζούμενα»)<br />β) τα αναγκαία για τον εξοπλισμό ενός σπιτιού έπιπλα και σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρειάζομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούμενος</i>, [[κατά]] τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρ. (<b>πρβλ.</b> [[γραμματιζούμενος]], [[πετούμενος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. χρήσιμος, αναγκαίος
2. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα χρειαζούμενα
α) τα απαραίτητα για την επιτέλεση ενός έργου («προτού φύγεις έλεγξε αν έχεις πάρει μαζί σου όλα τα χρειαζούμενα»)
β) τα αναγκαία για τον εξοπλισμό ενός σπιτιού έπιπλα και σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρειάζομαι + κατάλ. -ούμενος, κατά τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρ. (πρβλ. γραμματιζούμενος, πετούμενος)].