οστρακάριος: Difference between revisions

From LSJ

ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν → he forged the tongue on the anvil of no lies

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀστρακάριος, ὁ (Μ)<br />[[τεχνίτης]] που κατασκευάζει κεράμινα είδη, [[κεραμέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] «πήλινο [[αγγείο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άριος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αποθηκ</i>-[[άριος]])].
|mltxt=ὀστρακάριος, ὁ (Μ)<br />[[τεχνίτης]] που κατασκευάζει κεράμινα είδη, [[κεραμέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] «πήλινο [[αγγείο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άριος]] ([[πρβλ]]. [[αποθηκάριος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀστρακάριος, ὁ (Μ)
τεχνίτης που κατασκευάζει κεράμινα είδη, κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. -άριος (πρβλ. αποθηκάριος)].