οστρακάριος

From LSJ

πόλλ' ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά → old age brings with it many evils

Source

Greek Monolingual

ὀστρακάριος, ὁ (Μ)
τεχνίτης που κατασκευάζει κεράμινα είδη, κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. -άριος (πρβλ. αποθηκάριος)].