οκταπτέρυγος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀκταπτέρυγος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[οκτώ]] πτέρυγες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πτέρυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτέρυξ]], -<i>υγος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εξα</i>-<i>πτέρυγος</i>].
|mltxt=ὀκταπτέρυγος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[οκτώ]] πτέρυγες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πτέρυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτέρυξ]], -<i>υγος</i>), [[πρβλ]]. [[εξαπτέρυγος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὀκταπτέρυγος, -ον (Α)
αυτός που έχει οκτώ πτέρυγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πτέρυγος (< πτέρυξ, -υγος), πρβλ. εξαπτέρυγος].