υπέρψυχος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(43)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[δύναμη]] μεγαλύτερη από την [[ψυχή]] («ὑπέρψυχον [[σῶμα]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>ψυχος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[δύναμη]] μεγαλύτερη από την [[ψυχή]] («ὑπέρψυχον [[σῶμα]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), [[πρβλ]]. [[ἔμψυχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει δύναμη μεγαλύτερη από την ψυχή («ὑπέρψυχον σῶμα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ἔμψυχος].