Σικελίδης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Σῑκελίδης:''' дор. [[Σικελίδας|Σῑκελίδᾱς]] ὁ Сикелид (самосский поэт) Theocr.
|elrutext='''Σῑκελίδης:''' дор. [[Σικελίδας|Σῑκελίδᾱς]] ὁ [[Сикелид]] (самосский поэт) Theocr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from Σῐκελία]<br />Sicilian, Theocr. [Σῑ-, metri grat.]
|mdlsjtxt=[from Σῐκελία]<br />Sicilian, Theocr. [Σῑ-, metri grat.]
}}
}}

Revision as of 08:40, 11 May 2023

Greek Monolingual

και δωρ. τ. Σικελίδας, ὁ, Α
(προσωνυμία που δόθηκε στον Ασκληπιάδη από τον Θεόκριτο) ο Σικελός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σικελός + πατρωνυμ. κατάλ. -ίδης].

Russian (Dvoretsky)

Σῑκελίδης: дор. ΣῑκελίδᾱςСикелид (самосский поэт) Theocr.

Middle Liddell

[from Σῐκελία]
Sicilian, Theocr. [Σῑ-, metri grat.]