στοματάς: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ, θηλ. στοματού Ν<br />αυτός που έχει μεγάλο [[στόμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φλύαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γλωσσ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜ, θηλ. στοματού Ν<br />αυτός που έχει μεγάλο [[στόμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φλύαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. [[γλωσσάς]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:20, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο, ΝΜ, θηλ. στοματού Ν
αυτός που έχει μεγάλο στόμα
μσν.
φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, -ατος + κατάλ. -άς (πρβλ. γλωσσάς)].