γλωσσάς

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

-ού, -άδικο και -άρικο και -ούδικο
1. φλύαρος
2. αυθάδης, αθυρόστομος
3. το αρσ. ως ουσ. ονομασία του πτηνού ίυγξ ο στρεψίλαιμος, ο στραβολαίμης.