γλωσσάς
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Greek Monolingual
-ού, -άδικο και -άρικο και -ούδικο
1. φλύαρος
2. αυθάδης, αθυρόστομος
3. το αρσ. ως ουσ. ονομασία του πτηνού ίυγξ ο στρεψίλαιμος, ο στραβολαίμης.