ταλάφρων: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ταλαίφρων]] και [[ταλασίφρων]], -ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, [[καρτερικός]]<br /><b>2.</b> στον τ. [[ταλασίφρων]], συν. ως [[προσωνυμία]] του Οδυσσέως) [[καρτερόψυχος]] («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταλα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλόφρων]]. Πρόκειται πιθ. για κτητικό συνθ. σχηματισμένο από συμφυρμό του τ. [[ταλαπενθής]] με τα σύνθ. σε -<i>φρων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>έχέφρων</i>). Η λ. απαντά και με τις μορφές [[ταλασίφρων]] ([[κατά]] τα σύνθ. με α' συνθετικό σε -<i>σι</i>, <b>πρβλ.</b> <i>παυσί</i>-<i>πονος</i>) και [[ταλαίφρων]] (για τη [[μορφή]] <i>ταλαι</i>- <b>βλ.</b> και λ. [[ταλαίπωρος]])].
|mltxt=και [[ταλαίφρων]] και [[ταλασίφρων]], -ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, [[καρτερικός]]<br /><b>2.</b> στον τ. [[ταλασίφρων]], συν. ως [[προσωνυμία]] του Οδυσσέως) [[καρτερόψυχος]] («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταλα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλόφρων]]. Πρόκειται πιθ. για κτητικό συνθ. σχηματισμένο από συμφυρμό του τ. [[ταλαπενθής]] με τα σύνθ. σε -<i>φρων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>έχέφρων</i>). Η λ. απαντά και με τις μορφές [[ταλασίφρων]] ([[κατά]] τα σύνθ. με α' συνθετικό σε -<i>σι</i>, [[πρβλ]]. [[παυσίπονος]]) και [[ταλαίφρων]] (για τη [[μορφή]] <i>ταλαι</i>- <b>βλ.</b> και λ. [[ταλαίπωρος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm